κωκύω
English (LSJ)
[v. fin.], fut. -ύσω A.Ag.1313, -ύσομαι Ar.Lys. 1222: aor.
A ἐκώκῡσα S.Ant.28; Ep. κώκυσα Il.18.37:—Med., AP7.412 (Alc. Mess.):—shriek, wail, in Ep. and Trag. always of women, Il.18.37, Od.2.361, etc.; κλαῖον καὶ ἐκώκῠον 19.541: freq. with Adv., λίγ' ὲκώκῠε Il.19.284, cf. Od.4.259, etc.; ὀξὺ δὲ κωκύσασα (opp. βαρὺ στενάχων, of the man) Il.18.71; κώκῡσεν δὲ μάλα μέγα 22.407: also in late Prose, Plu.2.357c, etc.; even of men, Luc.DMort.21.1, Longus 2.21; and so Ar., as an execration, μακρὰ κωκύειν κελεύω σε Ra.34; οἰμώζοι γ' ἂν καὶ κωκύοι Ec.648. 2 c. acc., lament or shriek over one dead, also prop. of women, κώκυσ' ἐν λεχέεσσιν ἑὸν πόσιν Od.24.295; ἐμὴν μοῖραν κ. A.Ag.1313, cf. S.Ant.28, al.: Com., of men, κωκύσεσθε τὰς τρίχας μακρά Ar.Lys.1222: also in late Prose, as Porph.Abst.4.9, etc. (Cf. Skt. káuti 'cry' (intens. kokūyatē), Lith. kaũkli 'shriek', etc.) [ῠ in Hom. before a vowel, ῡ before a conson. (v. supr.): later ῡ sts. before a vowel, κωκῡοι Ar.Ec.l.c., κωκῡουσα Bion 1.23, Q.S.3.779, κωκῡεσκε ib.460.]
German (Pape)
[Seite 1541] heulen, schreien, wehklagen; ἀμφ' αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε Il. 19, 284, vgl. Od. 8, 527; μάλα μέγα Il. 22, 407; καὶ κλαίω Od. 19, 541, öfter; c. accus., beweinen, εἶμι κἀν δόμοισι κωκύσουσ' ἐμὴν Ἀγαμέμνονός τε μοῖραν Aesch. Ag. 1286; τοῦτον μήτε κτερίζειν μήτε κωκῦσαί τινα Soph. Ant. 204, vgl. 1288; Ar. μακρὰ κωκύσεσθε, Lys. 1222; Ran. 34; sp. D., ὀξὺ κωκύουσα Bion. 1, 23; auch in späterer Prosa, Luc. D. Mort. 10, 12 Tex. 15, Plut. – [Υ im praes. u. impf. bei Hom. kurz, wird erst Ar. Lys. 648 in κωκύοι, Alc. Hess. 19 (VII, 412) in κωκύεται, Bion. 1, 23 in κωκύουσα, und zuweilen bei Qu. Sm. lang; vgl. Spitzner vers. her. p. 256.]
Greek (Liddell-Scott)
κωκύω: ἴδε ἐν τέλ., μέλλ. -ύσω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1313, -ύσομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 1222· ἀόρ. ἐκώκῡσα, Ἐπικ. κώκυσα Ὅμ., Σοφ. ― Μέσ., Ἀνθ. Π. 7. 412. (Πιθ. τύπος μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ, πρβλ. Σανσκρ. kû (kâuti) κράζω, μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ kôkuyatê.) Κραυγάζω μετ’ ὀδύνης, θρηνῶ, παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Τραγ., ἀείποτε ἐπὶ γυναικῶν, ὡς Ἰλ. Σ. 37, Ὀδ. Β. 361, κτλ.· κλαῖον καὶ ἐκώκῠον Τ. 541· συχνάκις μετ’ ἐπιρρ., λίγ’ ἐκώκῠε Ἰλ. Τ. 284, πρβλ. Ὀδ. Δ. 259, κτλ.· ὀξὺ δὲ κωκύσασα (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρὺ στενάχων, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός), Ἰλ. Σ. 71· κώκῡσεν δὲ μάλα μέγα Χ. 407· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς Πλούτ. 2. 357C, κτλ.· ἔτι καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· οὕτω καὶ ὁ Ἀριστοφ., ὡς κατάρα, μακρὰ κωκύειν κελεύω σε Βάτρ. 34· οἰμώζοι γ’ ἂν καὶ κωκύοι Ἐκκλ. 648. 2) μετ’ αἰτ., θρηνῶ μετὰ μεγάλης φωνῆς, «ξεφωνίζω» ἐπάνω εἰς νεκρόν, ὡσαύτως κυρίως ἐπὶ γυναικῶν, κώκυσ’ ἐν λεχέεσσιν ἑὸν πόσιν Ὀδ. Ω. 295· ἐμὴν μοῖραν κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1314. πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 28. 204, 1302· ― κωμικῶς ἐπὶ ἀνδρῶν κωκύσεσθε τὰς τρίχας μακρὰ Ἀριστοφ. Λυσ. 1222. ― ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 12, κτλ. ῠ παρ’ Ὁμ. πρὸ φωνήεντος, ῡ πρὸ συμφώνου, ἴδε τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα· ἀκολούθως ῡ ἐνίοτε πρὸ φωνήετος, κωκῡ΄οι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· κωκῡ΄ουσα Βίων 1. 23, Κόϊντ. Σμ.· κωκῡ΄εσκε αὐτόθι 3. 460.
French (Bailly abrégé)
f. κωκύσω et κωκύσομαι, ao. ἐκώκυσα, pf. inus.
1 intr. pousser des cris de douleur, se lamenter;
2 tr. pleurer sur, se lamenter sur, acc..
Étymologie: R. Κυ, crier.