κόκκων

Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A pomegranate-seed, Sol.40, Hp.Mul.1.37 (cf. Gal. 19.113), Sammelb.6779.51 (iii B.C.).    II mistletoe-berry, Hsch.:— Dim. κοκκωνίδιον, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1471] ωνος, ὁ, der Kern des Granatapfels, Galen., Hesych. Auch andere Beeren, z. B. Mistelbeeren, κόκκωνας ἄλλος, ἅτερος δὲ σήσαμα Solon bei Phryn. p. 396.

Greek (Liddell-Scott)

κόκκων: ὁ, σπόρος ῥοιᾶς, κόκκος ῥοϊδίου, Σόλων 30, 8, Ἱππ. 606. 9. ΙΙ. = Κνίδιος κόκκος, καθαρτικός τις κόκκος, Γαλην.··κόκκος ἰξοῦ, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
pépin de grenade.
Étymologie: κόκκος.