ἅτερος
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
[ᾰ], Dor. etc. for ἕτερος, IG9(1).694.17 (Corc.); Aeol. ἄτερος Alc.41, al., etc.; τὸ ἅτερον, Megarian in Ar.Ach.813.
2 ἅτερος [ᾱ], Att. contr. for ὁ ἅτερος, Com.Adesp.14.23 D., Pl.Lg.695b, etc.; also neut. θάτερον, gen. θᾱτέρου, dat. θᾱτέρῳ, θᾱτέρᾳ, or with mark of crasis, θἀτέρου, etc.; but contr. forms when the Art. ends with a conson., are incorrect, as θάτερον τὸν τόπον Str.2.1.20, cf.Luc. DMort.26.1, Hist.Conscr.22: also nom. θάτερος Polem. Cyn.4; ὁ θάτερος Men.846; τὰ θάτερα Arist.Mu.397a2; ἅτερον for τὸν ἕτερον Luc. Pseudol.29. (sṃ-τερος; v. ἕτερος.)
Spanish (DGE)
ἄτερος v. ἕτερος
• Diccionario Micénico: a2-te-ro.
German (Pape)
[Seite 385] 1) dor. für ἕτερος, vgl. Ar. Ach. 779. – 2) att. für ὁ ἕτερος, wie im gen. θατέρου, was richtiger mit der Koronis θἀτέρου geschrieben wird.
French (Bailly abrégé)
dor., éol. et crase att. p. ὁ ἕτερος.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἅτερος: [ᾰ],
1. Δωρ. αντί ἕτερος, σε Αριστοφ. 2. ἅτερος[ᾰ], σε Αττ. κράση αντί ὁ ἕτερος, ουδ. θἄτερον [ᾱ], γεν. θἀτέρου κ.λπ.
Frisk Etymological English
See also: ἕτερος
Middle Liddell
1. Dor for ἕτερος, Ar.
2. ἅτερος [ᾱ], Attic crasis for ὁ ἕτερος, neut. θἄτερον [ᾱ], gen. θἀτέρου, etc.
Frisk Etymology German
ἅτερος: {háteros}
See also: dor. usw. für ἕτερος s. d.
Page 1,178