οὐρανόθι

Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

Adv.

   A in heaven, in the heavens, οὐρανόθι πρό Il.3.3, expld. by Sch.A as = ἐν τῷ ὑπὸ τὰ νέφη τόπῳ (like Ἰλιόθι πρό or ἠῶθι πρό); v.l. οὐρανόθεν.

German (Pape)

[Seite 417] im, am Himmel; οὐρανόθι πρό, Il. 3, 3, erklären die Alten πρὸ οὐρανοῦ, ἐν τῷ ὑπὸ τὰ νέφη τόπῳ und vergleichen Ἰλιόθι πρό u. ἠῶθι πρό.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνόθῐ: Ἐπίρρ., ἐν οὐρανῷ, τὸ οὐρανόθι πρὸ Ἰλ. Γ. 3 ἑρμηνεύεται ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. ὡς = ἐν τῷ ὑπὸ τὰ νέφη τόπῳ (ὡς τὸ Ἰλιόθι πρὸ ἢ ἠῶθι πρό), ὥστε τὸ οὐρανόθι ἐνταῦθα φαίνεται ὅτι εἶναι γενική, ὡς τὸ οὐρανόθεν. - Παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 43, εὑρίσκομεν Αἰολ. ἢ Δωρ. τύπον ὠρανίᾱφι.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans le ciel : οὐρανόθι πρό IL en avant du ciel.
Étymologie: οὐρανός, -θι.