ἀνοψία

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἡ,

   A want of fish (ὄψον) to eat with bread, ἔφερον δεινῶς τὴν ἀ. Antiph.190.8; ἀνοψίαν ὑποφέρειν Plu.2.237f.    II Ion. ἀνοψίη, ἡ, = τὸ μὴ βλέπειν, Hsch. (ἀνοψοφίην cod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοψία: ἡ, ἔλλειψις ὄψου, δηλ. ὀψαρίου, καθότιἰχθὺς ἦτο συνηθέστατον προσφάγιον, ἔφερον δεινῶς τὴν ἀνοψίαν πάνυ Ἀντιφ. ἐν «Πλουσίοις» 1.8· ἀποφέρειν τὴν ἀνοψίαν Πλούτ. 2. 237F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de poissons.
Étymologie: ἄνοψος.