ἀνοψία

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοψία Medium diacritics: ἀνοψία Low diacritics: ανοψία Capitals: ΑΝΟΨΙΑ
Transliteration A: anopsía Transliteration B: anopsia Transliteration C: anopsia Beta Code: a)noyi/a

English (LSJ)

ἡ,
A want of fish (ὄψον) to eat with bread, ἔφερον δεινῶς τὴν ἀνοψίαν Antiph.190.8; ἀνοψίαν ὑποφέρειν Plu.2.237f.
II Ion. ἀνοψίη, ἡ, = τὸ μὴ βλέπειν, Hsch. (ἀνοψοφίην cod.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de víveres ἔφερόν τε δεινῶς τὴν ἀνοψίαν Antiph.190.8, ἀνοψίαν ὑποφέρειν Plu.2.237e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de poissons.
Étymologie: ἄνοψος.

German (Pape)

ἡ (ὄψον), Mangel an Zukost, bes. an Fischspeisen, Antiphan. bei Ath. VIII.342e; Plut.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοψία: ἡ отсутствие кушаний к хлебу, преимущ. рыбы, т. е. простая пища, сухой хлеб Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοψία: ἡ, ἔλλειψις ὄψου, δηλ. ὀψαρίου, καθότιἰχθὺς ἦτο συνηθέστατον προσφάγιον, ἔφερον δεινῶς τὴν ἀνοψίαν πάνυ Ἀντιφ. ἐν «Πλουσίοις» 1.8· ἀποφέρειν τὴν ἀνοψίαν Πλούτ. 2. 237F.

Greek Monolingual

(I)
ἀνοψία, η (Α) όψον
έλλειψη ψαριών για προσφάγι.
(II)
η (Α ιων. ἀνοψίη)
η ανικανότητα όρασης, τυφλότητα.