ἀρίσημος
English (LSJ)
[ᾰρῐ], ον, (σῆμα)
A notable, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο h.Merc. 12; καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Tyrt.12.29; ἀνήρ Hp. Ep.10; εἰκών Epigr.Gr.260 (Cyrene). II plain, visible, τρίβος Theoc.25.158. Adv. -μως Hld.6.14.
German (Pape)
[Seite 351] (σῆμα), sehr deutlich, offenkundig, H. h. Merc. 12; -σαμος Theocr. 25, 158. – Adv. -σήμως Heliod. 6, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίσημος: -ον, (σῆμα) λίαν φανερός, ἀξιοσημείωτος, περιφανής, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 12· καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Τυρταῖος 9. 29· εἰκών, Συλλ. Ἐπιγρ. 5362b. ΙΙ. σφόδρα ἐναργής, ὀρατός, τρίβος Θεόκρ. 25. 158. - Ἐπίρρ. -μως Ἡλιόδ. 6. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 notable, remarquable;
2 tout à fait visible.
Étymologie: ἀρι-, σῆμα.