ἐναργής
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
ἐναργές,
A visible, palpable, in bodily shape, especially of the gods appearing in their own forms, Χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς Il.20.131; οὐ γάρ πως πάντεσσι θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς Od.16.161, cf. 3.420, 7.201; freq. of a dream or vision, ἐναργὲς ὄνειρον ἐπέσσυτο 4.841; (ὄναρ) A.Pers.179, etc.; ὄψιν ἐνυπνίου τῷ ἑωυτοῦ πάθει ἐναργεστάτην most clearly relating to.., Hdt.5.55, cf. 7.47; ἐνύπνια Hp. Prorrh.1.5; ἐ. ταῦρος in visible form a bull, a very bull, S.Tr.11; ἐ. τινὰ στῆσαι to set him bodily before one, Id.OC910; ἐναργὴς βλεφάρων ἵμερος desire beaming from the eyes, Id.Ant.795 (lyr.).
b prominent, ἄρθρα Aret.SD1.8.
2 manifest to the mind's eye, τάδ' ἀντίπρῳρα δή σοι βλέπειν πάρεστ' ἐ. S.Tr.224; λῃστὴς ἐναργής the manifest robber, Id.OT535, cf.Ant.263; τοῖς ὁρῶσιν ἐ. ἡ ὕβρις φαίνεται D.21.72. Adv. ἐναργῶς = visibly, manifestly, A.Th.136, S.El.878; ἐ. ἡ θεός σ' ἐπισκοπεῖ Ar. Eq.1173.
3 of words, etc., clear, distinct, ἐ. βάξις ἦλθεν A.Pr.663; freq. in Prose, ἐ. τεκμήριον, σημεῖον, ἀπόδειξις, etc., Pl.Ion535c, Ti.72b (Comp.), D.18.300, etc.; ἐναργεστέρα γνῶσις Pl.Tht.206b, cf.Epicur.Ep.3 p.60 U.; ἐναργεστάτη αἴσθησις Arist.Pr.886b35† ἐ. τοῦ πράγματος ἐπίνοια Epicur.Fr.255; καὶ τοῦτο ἐ. ὄτι.. (for δῆλον ὅτι) Pl.Tht.150d; ἐναργὲς τοῦτο συμβαλεῖν Ar.V.50. Adv. ἐναργῶς, Ion. ἐναργέως, λέγειν Hdt.8.77; παραστῆσαι Acl.Tact.1.5: Comp.ἐναργέστερον, εἰπεῖν, διόψεται, Pl.Ti.49a, R.611c: Sup. ἐναργέστατα, γνῶναι Id.Alc.1.132c.
II brilliant, splendid, βωμός Pi.O.7.42.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [sg. ac. ἐναργέα Pi.O.7.42, gen. ἐναργέος Hp.Praec.1, plu. nom. masc. ἐναργέες Hes.Fr.165.5, ac. neutr. ἐναργέα Hp.Prorrh.1.5; adv. ἐναργέως Hdt.8.77, compar. ἐναργεστέρω Archyt.B 4]
A Ide divinidades que se manifiesta, que se aparece, aparecido, visible en epifanías χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς los dioses son temibles cuando se muestran visibles, Il.20.131, οὐ γάρ πως πάντεσσι θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς pues no a todos se aparecen los dioses, Od.16.161, (Ἀθήνη) ἥ μοι ἐ. ἦλθε θεοῦ εἰς δαῖτα θάλειαν Atena que se me apareció en el rico banquete del dios, Od.3.420, cf. 7.201, ἀθανάτων οἵ οἱ τότ' ἐναργέες ἄντ' ἐφάνησαν Hes.l.c., cf. Luc.Philops.13
•c. predic. que se manifiesta en forma de o que se se hace visible en forma de, que se se hace visible como φοιτῶν ἐ. ταῦρος que se presentaba apareciendo en forma de toro del río Aqueloo, S.Tr.11.
II de pers.
1 evidente, manifiesto, claro λῃστής τ' ἐ. τῆς ἐμῆς τυραννίδος S.OT 535, ἕκαστος οὑξειργασμένος, κοὐδεὶς ἐ. S.Ant.263.
2 que está a la vista, presente κείνας ἐναργεῖς δεῦρό μοι ... ἄγων trayéndomelas de nuevo a mi presencia S.OC 910
•de un difunto de cuerpo presente Plb.6.53.1.
3 distinguido, destacado ὧν ἁπάντων ἐναργέστατος ἦν IAE 36.9 (I d.C.).
III de cosas y abstr.
1 vívido, claro de sueños o visiones ἐναργὲς ὄνειρον Od.4.841, cf. A.Pers.179, Aret.SD 1.5.6, ὄψις ἐνυπνίου ... ἐναργεστάτη Hdt.5.55, cf. 7.47, ἐνύπνια τὰ ἐν φρενιτικοῖς ἐναργέα Hp.Prorrh.1.5, cf. IG 42.122.28 (IV a.C.).
2 claro, preciso, evidente a los sentidos o a la mente: de pruebas o demostraciones τέκμαρ Hes.Fr.273, cf. Pl.Io 535c, σημεῖα Pl.Ti.72b, cf. D.61.20, Diog.Oen.NF 126.3.7, μαρτύρια Plb.4.8.4, ἀποδείξεις D.18.300, POxy.2111.5 (II d.C.), παράδειγμα Plb.7.11.2, de palabras o sonidos βάξις A.Pr.663, ὀνόματα Demetr.Eloc.50, λέξις D.H.Is.3.1, φθόγγοι Aristox.Harm.15.11, del conocimiento γνῶσις Pl.Tht.206b, Epicur.Ep.[4] 123, ἐπίνοια Epicur. en Clem.Alex.Strom.2.4.16
•en orac. nom. rigiendo complet. ἐναργές ἐστιν ὃ ἐρῶ está claro lo que digo Aeschin.1.55, cf. 128, τοῦτο ἐναργὲς ὅτι ... está claro que ... Pl.Tht.150d, ἐναργὲς τοῦτο συμβαλεῖν es claro que se concluye lo siguiente Ar.V.50
•neutr. sg. τὸ ἐναργές = la precisión D.H.Isoc.2.2
•neutr. compar. como adv. más claramente ἐναργέστερον εἰπεῖν decir con más claridad Pl.Ti.49a, ἐναργέστερον ... διόψεται Pl.R.611c
•sup. plu. como adv. con la máxima claridad γνῶναι αὐτὸ ἐναργέστατα Pl.Alc.1.132c.
3 brillante, resplandeciente ὡς ἂν ... κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα Pi.l.c., οὐρανός AP 9.25 (Leon.Tar.)
•prominente ἄρθρα Aret.SD 1.8.7.
B adv. ἐναργῶς
1 rel. c. dioses y pers. de manera manifiesta, de manera visible (Ἄρης) πόλιν φύλαξον κήδεσαί τ' ἐ. A.Th.137, ἐ. ἡ θεός σ' ἐπισκοπεῖ Ar.Eq.1173
•en persona πάρεστ' Ὀρέστης ... ἐ. S.El.878.
2 claramente ἐναργῶς λέγειν Hdt.8.77, ἐναργῶς παραστῆσαί τι τῶν θεωρημάτων Ael.Tact.1.5, cf. Plu.2.6d, κατανοῆσαι Aristaenet.1.6.23, cf. Amph.Seleuc.166, ὁρᾶσθαι Paus.10.32.18, ἐναργῶς ὑπ' ὄψιν ἄγειν = mostrar con claridad Gr.Nyss.Pss.47.28, en compar. δοκεῖ ἁ λογιστικὰ ποτὶ τὰν σοφίαν ... τᾶς γεωμετρικᾶς ἐναργεστέρω πραγματεύεσθαι Archyt.l.c.
German (Pape)
[Seite 829] ές (entweder von ἀργός, ἀργής, od. ἐν ἔργῳ), sichtbar, leibhaft; οὐ γάρ πω πάντεσσι θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς Od. 16, 161, Il. 20, 131 u. öfter (vgl. Luc. Philops. 13) wenn sich die Götter in ihrer wahren Gestalt zeigen; übh. augenfällig, deutlich; ὄνειρον Od. 4, 841, wie Aesch. Pers. 175; Plat. Crit. 44 b; ἐναργὴς βάξις ἦλθεν Ἰνάχῳ Aesch. Prom. 666; πρὶν ἂν κείνας ἐναργεῖς δεῦρό μοι στήσῃς ἄγων, mir leibhaft vor Augen stellst, Soph. O. C. 914; ἐναργὴς βλεφάρων ἵμερος Ant. 790; λῃστὴς τυραννίδος, ein offenbarer Räuber, O. R. 535; βωμός, ein stattlicher, großer Altar, Pind. Ol. 7, 42; τεκμήριον, einleuchtend, Plat. Ion 535 c; σημεῖα Tim. 72 b; αἴσθησις Phaedr. 250 b, κακία Theaet. 176 c; καὶ σαφὲς παράδειγμα Dem. 19, 263, vgl. 14, 4; μαρτύριον Pol. 4, 8, 4 u. a. Sp. – Adv. ἐναργέως, Her. 8, 77; ἐναργῶς, Aesch. Spt. 126; πάρεστ' ἐν., er ist leibhaftig da, Soph. El. 878; Folgde, z. B. ἰδεῖν Plat. Soph. 254 a; είδέναι Legg. XI, 927 d; ἐπιδεῖξαι Prot. 320 b; εἰπεῖν Tim. 49 e; οὐ δι' αἰνιγμάτων, ἀλλ' ἐν. γέγραπται Aesch. 3, 121.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui se montre, qui se rend visible ; en gén. qui se montre en chair et en os : ἐναργῆ τινα στῆσαι SOPH placer qqn en personne sous les yeux d'un autre ; ἐναργὴς ταῦρος SOPH un véritable taureau;
2 visible, càd manifeste, clair;
Cp. ἐναργέστερος, Sp. ἐναργέστατος.
Étymologie: ἐν, ἀργός.
Russian (Dvoretsky)
ἐναργής:
1 ясный, видимый: ἐ. φαίνεσθαί τινι Hom. открыто являться кому-л.; ἐναργῆ τινα στῆσαί τινι Soph. воочию представить кого-л. кому-л.;
2 ясный, отчетливый (ὄνειρον Hom., ὄναρ Aesch. и ὄψις ἐνυπνίου Her.; βάξις Aesch.; αἴσθησις Plat., Arst.);
3 ясный, очевидный, непреложный (τεκμήριον Plat.; συλλογισμός Arst.; παράδειγμα Dem.; μαρτύριον Polyb.);
4 явный: λῃστὴς ἐ. τινος Soph. открыто посягающий на что-л.;
5 видный, заметный, т. е. великолепный (βωμός Pind.);
6 яркий, лучезарный (βλεφάρων ἵμερος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναργής: -ές, ὁρατός, ψηλαφητός, ἐν σωματικῇ μορφῇ κυρίως ὡς τὸ ἐμφανής, ἐπὶ τῶν θεῶν ἐμφανιζομένων ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτῶν μορφῆ (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργ. manifesto in lumine), χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς, «φανεροὶ φαινόμενοι τοῖς ἀνθρώποις» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 131· οὐ γάρ πω πάντεσσι θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς Ὀδ. Π. 161· πρβλ. Γ. 420, Η. 201: ― συχν. ἐπὶ ὀνείρου ἢ ὁράματος, ἐναργὲς ὄνειρον ἐπέσσυτο Δ. 841· ὄναρ Αἰσχύλ. Πέρσ. 179, κτλ.· ὄψιν ἐνυπνίου τῷ ἑωυτοῦ πάθει ἐναργεστάτην, φανερώτατα ἀναφερομένην εἰς…, Ἡρόδ. 5. 55· πρβλ. 7. 47· οὕτως, ἐναργὴς ταῦρος, ἐν ὁρατῇ μορφῇ ταύρου, ἀληθὴς ταῦρος, Σοφ. Τραχ. 11˙ πρὶν ἂν ἐκείνας ἐναργεῖς δεῡρό μοι στήσῃς ἄγων, πρὶν φέρῃς καὶ στήσῃς αὐτὰς ἐκείνας ἐναργῶς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 910˙ ἐναργὴς βλεφάρων ἵμερος ὁ αὐτ. Ἀντιγ. 795. 2) φανερὸς ἐν τῷ νῷ ὡς ἐν κατόπτρῳ, τάδ’ ἀντίπρῳρα δή σοι βλέπειν πάρεστ ἐναργῆ ὁ αὐτ. Τραχ. 225· λῃστὴς ἐναργής, φανερὸς λῃστής, ὁ αὐτ. Οἰδ. Τ. 535, πρβλ. Ἀντ. 263˙ τοῖς δρῶσιν ἐναργὴς ἡ ὕβρις φαίνεται Δημ. 538. 5: ― Ἐπίρρ. ἐναργῶς, φανερῶς, προφανῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 136, Σοφ. Ἠλ. 838· ἐναργῶς ἡ θεὸς σ’ ἐπισκοπεῖ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1173. 3) ἐπὶ λέξεων, κλ., σαφής, εὐκρινής, φανερός, ἁπλοῦς, τέλος δ’ ἐναργὴς βάξις ἦλθεν Ἰνάχῳ Αἰσχύλ. Προμ. 663· συχν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἐναργὲς τεκμήριον, σημεῖον, παράδειγμα, κτλ., Πλάτ. Ἴων 535C, Τίμ. 72Β, Δημ. 326. 5· καὶ τοῦτο ἐναργὲς ὅτι‥., ἀντὶ τοῦ δῆλον ὅτι, Πλάτ. Θεαίτ. 150D, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 50: ― Ἐπίρρ., ἐναργέως λέγειν Ἡρόδ. 8. 77· συγκρ. ἐναργέστερον, σαφέστερον, εἰπεῖν διειδέναι Πλάτ. Τιμ. 49Β, Πολ. 661C· ὑπερθ. ἐναργέστατα ὁ αὐτ. Ἀλκ. 1. 132C. ΙΙ. λαμπρός, ἔξοχος, βωμὸς Πινδ. Ο. 7. 75. (Κατά τινας ἐκ τοῦ ἀργός, ἀργής, λαμπρός, στιλπνός, κατ’ ἄλλους ἐκ τῆς φράσ. ἐν ἔργῳ πραγματικός).
English (Autenrieth)
ές: visible, manifest, Od. 4.841, Od. 7.201; χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς, it is hazardous when the gods appear ‘in their true forms,’ Il. 20.131.
English (Slater)
ἐναργής that all may see ὠς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα (O. 7.42) n. pl. pro subs., ἐναργέα τ' ἔμ ὥστε μάντιν οὐ λανθάνει fr. 75. 13. cf. P. Oxy., 2624, fr. 1. 10.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐναργής, -ές)
1. ευκρινής, εμφανής, σαφής, καθαρός, ολοφάνερος («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.)
2. (για λόγο) σαφής, ευνόητος, κατανοητός («σημεῖα ἐναργέστερα», Πλάτ.)
αρχ.
1. αισθητός, ορατός («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς», Ιλ.)
2. αυτός που γίνεται πολύ καλά αισθητός στη διάνοια ή την αίσθηση, ευνόητος, προφανής («διὰ τῆς ἐναργεστάτης αἰσθήσεως», Πλάτ.)
3. έξοχος, λαμπρός
4. αυτός που προεξέχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το σύνθετο επίθετο εναργής εμφανίζει ως α' συνθετικό την πρόθεση εν και ως β' συνθετικό τ. άργος > αργός «λαμπρός, γρήγορος» (πρβλ. εντελής).
ΠΑΡ. ενάργεια, εναργώ
αρχ.
ενάργημα, εναργότης, εναργώδης].
Greek Monotonic
ἐναργής: -ές (ἀργός),·
1. ορατός, ψηλαφητός, οφθαλμοφανής, με υλική υπόσταση, κυρίως λέγεται για θεούς που εμφανίζονται με την ίδια τους τη μορφή, σε Όμηρ.· ομοίως λέγεται και για όνειρο ή όραμα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἐναργὴς ταῦρος, με ευκρινή, ορατή, καθαρή, σαφή μορφή ταύρου, αληθινός ταύρος, σε Σοφ.
2. φανερός στη σκέψη, ευδιάκριτος, σαφής, ξεκάθαρος, στον ίδ., σε Δημ.· επίρρ., -γῶς, φανερά, προφανώς, ξεκάθαρα, σαφώς, σε Αισχύλ. κ.λπ.
3. λέγεται για λέξεις κ.λπ., ευκρινής, σαφής, φανερός, συγκεκριμένος, ξεκάθαρος, στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., ἐναργέως λέγειν, σε Ηρόδ.
Frisk Etymological English
-ές
Grammatical information: adj.
Meaning: clear, visible, recognizable, living (Il.); on the meaning Mülder RhM 79, 29ff.
Derivatives: ἐνάργεια clearness (Pl., hell.), ἐνάργημα outward appearance, also in plur. -ήματα recognizable facts (hell.; cf. Chantr. Form. 190); ἐναργότης (Poll.); also ἐναργώδης (Aret.).
Origin: IE [Indo-European] [64] *h₂erǵ- shining, white
Etymology: Formations like ἐν-τελής to τέλος demonstrate for ἐν-αργής as 2. member an σ-stem *ἄργος shining, which is also found in ἀργεστής and ἀργεννός (s. 1. ἀργός and Schwyzer 512). Further difficult, but prob. a bahuvrihi with adverbial 1. member: with ἄργος, with shining. Strömberg Prefix Studies 118f.; diss. Sommer Nominalkomp. 108. S. also Fraenkel Nom. ag. 1, 143, Specht Ursprung 345.
Middle Liddell
ἐν-αργής, ές adj ἀργός
1. visible, palpable, in bodily shape, properly of gods appearing in their own forms, Hom.; so of a dream or vision, Od., Hdt., etc.; ἐναργὴς ταῦρος in visible form a bull, a very bull, Soph.
2. manifest to the mind's eye, distinct, Soph., Dem.:— adv. -γῶς, manifestly, Aesch., etc.
3. of words, etc., distinct, manifest, Aesch., Plat., etc.:—adv., ἐναργέως λέγειν Hdt.
Frisk Etymology German
ἐναργής: -ές
{enargḗs}
Meaning: klar, sichtbar, erkennbar, leibhaftig (seit Il.); zur Bed. Mülder RhM 79, 29ff.
Derivative: Davon ἐνάργεια Klarheit (Pl., hell.), ἐνάργημα äußere Erscheinung, auch im Plur. -ήματα erkennbare Tatsachen (hell.; zum Typus Chantraine Formation 190); auch ἐναργότης (Poll.); erweiterte Adj.-form ἐναργώδης (Aret.).
Etymology: Bildungen wie ἐντελής zu τέλος erweisen für ἐναργής als Hinterglied einen σ-Stamm *ἄργος Glanz, der auch in ἀργεστής und ἀργεννός zu verspüren ist (s. 1. ἀργός und Schwyzer 512). Die Beurteilung von ἐναργής ist sonst strittig, aber am ehesten ist es als ein Bahuvrihi mit adverbalem Vorderglied zu verstehen: mit ἄργος dabei, von Glanz umgeben. Strömberg Prefix Studies 118f.; anders Sommer Nominalkomp. 108. S. auch Fraenkel Nom. ag. 1, 143, Specht Ursprung 345.
Page 1,510
Chinese
原文音譯:™nerg»j 恩-誒而給士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:在內-行為(著) 相當於: (חָזַק)
字義溯源:有效的,有功效的,功效,活動的,動作的;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἔργον)=行為)組成;而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)。參讀 (δύναμαι)同義字
出現次數:總共(3);林前(1);門(1);來(1)
譯字彙編:
1) 有功效的(2) 林前16:9; 門1:6;
2) 是有功效的(1) 來4:12
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=φανερός, καθαρός, λαμπρός). Σύνθετο ἀπό τό ἐν + ἀργός (=λαμπερός). Παράγωγο: ἐνάργεια (=καθαρότητα).
Translations
visible
Afrikaans: sigbaar; Albanian: dukshëm; Arabic: مَنْظُور; Armenian: տեսանելի; Asturian: visible; Belarusian: бачны; Breton: hewel; Bulgarian: видим; Catalan: visible; Chinese Mandarin: 看得見, 看得见, 可看見的, 可看见的; Czech: viditelný; Danish: synlig; Dutch: zichtbaar, zichtbare; Esperanto: videbla; Finnish: näkyvä; French: visible; Old French: voiable; Galician: visible; Georgian: შესამჩნევი, დასანახი, ხედვადი; German: sichtbar; Gothic: 𐌰𐌽𐌰𐍃𐌹𐌿𐌽𐍃; Greek: ορατός, φανερός; Ancient Greek: ἄποπτος, δῆλος, δηλωτικός, δίαλος, δρατός, εἴδελος, εἴσοπτος, εἰσωπός, ἔκδηλος, ἐκφανής, ἐμφανής, ἐμφάνιος, ἐναργής, ἔνοπτος, ὁρητός, ὁρατός, φανερός; Haitian Creole: vizib; Hebrew: נראה; Hungarian: látható; Icelandic: sýnilegur; Irish: infheicthe, sofheicthe, le feiceáil, feicseanach; Italian: visibile; Japanese: 見える, 目に見える, 顕在する; Korean: 보이는; Kurdish Central Kurdish: دیار; Latin: spectabilis, visibilis; Latvian: redzams; Macedonian: видлив; Manx: so-akin; Maori: ari; Norwegian: synlig; Occitan: visible; Old Church Slavonic: видимъ; Old English: ġesewenlīċ; Old French: veable; Persian: پیدا, هویدا, ویدا; Plautdietsch: sechtboa; Polish: widoczny, widzialny; Portuguese: visível; Punjabi: ਦ੍ਰਿਸ਼ਟੀਗੋਚਰ; Romanian: vizibil; Russian: видимый; Sanskrit: दृश्य, दृष्ट; Serbo-Croatian Cyrillic: вѝдљив, ви̑дан, уо̀чљив; Roman: vìdljiv, vȋdan, uòčljiv; Spanish: visible; Swedish: synlig; Tagalog: tahaw, nakikita; Ukrainian: видимий, видний; Vietnamese: nhìn thấy được, khả kiến; Walloon: veyåve