ἀρχαιρεσία
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, (αἵρεσις)
A election of magistrates, ἀ. συνίζει an election is held, Hdt.6.58: mostly in pl., Pl.Lg.752c, X.Mem. 3.4.1, Is.7.28, Arist.Pol.1281b33, etc. II later neut.
German (Pape)
[Seite 364] ἡ, bei Her. 6, 58, die gewählte Obrigkeit; sonst plur. Beamtenwahl, Plat. Legg. VI, 652 c; Xen. Mem. 3, 4, 1; Pol. 4, 37. 2 u. öfter, comitia.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιρεσία: ἡ, (αἵρεσις) ἡ ἐκλογὴ ἀρχόντων, ἀρχ. συνίζει, συνέλευσις πρὸς ἐκλογὴν γίνεται, Ἡρόδ. 6. 58· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 752C, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1, Ἰσαίῳ 66, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 8, κλ.· δι’ αὐτῆς μετεφράζετο συνήθως ἡ Λατιν. λέξις comitia, Πολύβ. 3. 106, 1, κτλ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. πεζοῖς καὶ κατ’ οὐδ. τύπον, ἀρχαιρέσια, τὰ, Πολύβ. 4. 67, 1, Διον. Ἁλ. 6. 89, 8. 90, κτλ.· ἴδε Μοῖρ. σ. 11.