ἀσύφηλος

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A headstrong, or perh. foolish, ὥς μ' ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν ὡς εἴ τιν' ἀτίμητον μετανάστην Il.9.647; οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ' ἀσύφηλον 24.767, cf. Q.S.9.521: also in late Prose, as Eun.VSp.481B. Adv.-λως foolishly, Dius ap.Stob.4.21.16.

German (Pape)

[Seite 381] Hom. zweimal, Iliad. 9, 647 ὥς μ' ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν Ἀτρείδης ὡς εἴ τιν' ἀτίμητον μετανάστην, 24, 767 ἀλλ' οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ' ἀσύφηλον; der Sinn scheint also »verächtlich« zu sein; abzuleiten vielleicht von σοφός, Aeolisch, also eigentlich »unweise«, »thöricht«. Auch Sp.: λόγος οὐκ ἀσυφάλως μυθεύμενος Dius bei Stob. Flor. 65, 16; Qu. Sm., neben χαλεπός, 9, 521. Bei Phryn. B. A. p. 14 ὕβρις erkl. ἡ μετὰ ἀμαθίας καὶ ἀτιμίας.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύφηλος: [ῠ], -ον, ποταπός, μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, ὥς μ’ ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν, ὡσεί τιν’ ἀτίμητον μετανάστην Ἰλ. Ι. 647· χαμερπής, πρόστυχος, οὔπω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος, οὐδ’ ἀσύφηλον Ω. 767. ― Ἐπίρρ. ἀσυφήλως, χαμερπῶς, Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 53. 2) ἴσως ἐνεργ., καταφρονῶν, ἀτιμάζων, ὑποβιβάζων, ταπεινωτικός, Κόϊντ. Σμ. 9. 521. (Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὴν λέξιν σύνθετον ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἥτις ὑπάρχει ἐν τῷ ὀπός, Λατ. sucus, sapor, ὥστε ἡ πρώτη σημασία θὰ ἦτο: ἄνοστος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans valeur, vil ; ἀσύφηλον ἔπος IL parole insensée ; ὥς μ’ ἀσύφηλον ἔρεξε IL comme il m’a indignement traité.
Étymologie: orig. inc. ; pê de ἄσοφος, éol. ἀσύφηλος ; c. Σίσυφος.