βλῆτρον

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

τό,

   A fastening: band or hoop, ξυστὸν κολλητὸν βλήτροισι Il.15.678.    II = βλῆχνον, Nic. Th.39 (gen.sg., v.l. βλίτρου; Sch. gives nom. βλῆτρος. ρώσας· ἐμβαλών, Hsch.

German (Pape)

[Seite 449] τό, Klammer, Band, Hom. einmal, Iliad. 15, 678 ξυστὸν μέγα ναύμαχον, κολλητὸν βλήτροισι, δυωκαιεικοσίπηχυ; die lange Waffe war nicht aus einem Stücke, sondern aus mehreren durch Klammern, Nägel oder dgl. zusammengefügt; Apoll. Lex. Homer. p. 51, 25 βλήτροισι τοῖς κατὰ τὰς συναρμογὰς γόμφοις. Ueber den Accent vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 15, 678.

Greek (Liddell-Scott)

βλῆτρον: τό, σιδηροῦς δεσμός, κρίκος, καρφίον, εἶδος σφηνός, ξυστὸν κολλητὸν βλήτροισι Ἰλ. Ο. 678.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
clou, cheville.
Étymologie: βάλλω.