ἡ, fem. of βαλανεύς,
A bathing-woman, AP5.81.
[Seite 428] ἡ, fem. zu βαλανεύς, Ep. ad. 64 (V, 82).
βᾰλάνισσα: ἡ, θηλ. τοῦ βαλανεύς, ὡς βασίλισσα τοῦ βασιλεύς, γυνὴ ἐν λουτρῶνι ὑπηρετοῦσα, Ἀνθ. Π. 5. 82.
ης (ἡ) :c. βαλανεύτρια.