βεκκεσέληνος

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον, (βέκος, cf. προσέληνος, and v. Hdt.2.2)

   A = ἀρχαῖος, superannuated, doting, coined by Ar.Nu.398, cf. Plu.2.881a.

German (Pape)

[Seite 441] (nach Schol. Ar. Nubb. 397 auf die von Her. 2, 2 erzählte Sage gehend, daß βέκκος in der ältesten Sprache u. bei den Phrygern das Brot bedeutet, u. daß die Arkader προσέληνοι heißen; also) uralt, altfränkisch, einfältig; Ar. a. a. O.; Plut. plac. phil. 1, 7 λῆρος. Die Erkl. mondsüchtig scheint falsch.

Greek (Liddell-Scott)

βεκκεσέληνος: -ον, = ἀρχαῖος, ὁ διά τὴν ἀρχαιότητα ἀνίκανος, ἀνόητος, βλάξ, ὡς τὰ κρονικός, κρόνιος Ἀριστοφ. Νεφ. 398, πρβλ. Πλούτ. 2.881Α. (Ὁ Ἀριστοφάνης, φαίνεται, ἐδημιούργησε τήν λέξιν αἰνιττόμενος τὸ διήγημα περὶ τοῦ βέκος παρ’ Ἡροδ. 2.2. καὶ τὸν ἰσχυρισμὸν τῶν Ἀρκάδων ὅτι ἦσαν προσέληνοι).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
primitif ; simple, niais.
Étymologie: orig. inconnue ; -σέληνος de σελήνη.