διανοίγω
English (LSJ)
A lay open, τοὺς ὀφθαλμούς Pl.Ly.210a; μήτραν Ev.Luc.2.23:—Pass., LXXGe.3.5,al., Sor.1.86; of a dead body, Arist. HA507a21. II open so as to connect, τὸν Ἰνδικὸν καὶ Περσικὸν κόλπον Id.Mu.393b3. III reveal, explain, τὰς γραφάς Ev.Luc. 24.32, cf. Act.Ap.17.3; τὰ τῶν παλαιῶν ἀπόρρητα Aen.Gaz.Thphr. p.5B.
Greek (Liddell-Scott)
διανοίγω: μέλλ. -ξω, ἀνοίγω ὀλίγον, Πλάτ. Λύσ. 210Α, Ἑβδ., Κ. Δ.· - ἀνοίγω, ἀνατέμνω νεκρὸν σῶμα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 17, 5. ΙΙ. ἀνοίγω ὅπως συνδέσω τι, τὸν Ἰνδικὸν καὶ Περσικὸν κόλπον Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 10. ΙΙΙ. ἀνοίγω, ἑρμηνεύω, ἀναπτύσσω, τὰς γραφὰς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ', 22, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ιζ', 3.
French (Bailly abrégé)
ao. διήνοιξα, etc.
entrouvrir, ouvrir, acc..
Étymologie: διά, ἀνοίγω.