διαλγής

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ές,

   A grievous, ἄτα A.Ch.68 (lyr.).    II suffering great pain, Plu.Alex.75. Adv. -γῶς, ἔχει is pained, Phld.D.3Fr.77.

German (Pape)

[Seite 586] ές, 1) Schmerz bringend, ἄτα Aesch. Ch. 66. – 2) heftige Schmerzen leidend, Plut. Alex. 75.

Greek (Liddell-Scott)

διαλγής: -ές, ἀλγεινός, θλιβερός, βαρύς, ἄτα Αἰσχύλ. Χο. 68· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ διαιωνίζουσα, ὅθεν ὁ Paley ὑποθέτει ὅτι ἐν τῷ χειρογράφῳ ἐκείνῳ θὰ ὑπῆρχεν αἰᾱνής. ΙΙ. ὁ πολὺν πόνον ὑποφέρων, Πλούτ. Ἀλέξ. 75.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui cause une profonde douleur;
2 qui éprouve une profonde douleur.
Étymologie: διά, ἀλγέω.