δίψιος

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον A.Ch. 185, Nic.Th.147: (δίψα):—

   A thirsty, and of things, dry, parched, δ. κόνις A.Ag.495, S.Ant.246; χθών E.Alc.560; πῦρ θεοῦ Id.Rh.417; ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσι σταγόνες, perh. tears checked in their flow, A.Ch.185; δίψιον, expld. by βεβλαμμένον, S.Fr.296, by βλαπτικόν, Hsch.; cf. δῖψαι.    II causing thirst, ὕδατα Hermipp. ap. J.Ap.1.22; δ. σήψ Nic.Th.147; cf. διψάς 11.

German (Pape)

[Seite 647] α, ον (auch 2 Endungen, Nic. Th. 147), durstig. Gew. übertr. von leblosen Dingen, dürr, trocken; κόνις Aesch. Ag. 481; Soph. Ant. 426; χθών Eur. Alc. 563; δίψιον πῦρ θεοῦ, Hitze, Rhes 417; Aesch. sagt ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες Ch. 183, wo man unnöthig διψίων geändert hat, auch nicht an Hes. Glosse δίψιον, βλαπτικόν zu denken braucht; δ. σήψ Nic. Th. 147 = διψάς, Schlange.

Greek (Liddell-Scott)

δίψιος: -α, -ον, καὶ ος, ον Αἰσχύλ. Χο. 185, Νίκ. Θ. 147· (δίψα)· ― διψασμένος, διψαλέος, καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ξηρός, ἄνυδρος, διψία κόνις Αἰσχύλ. Ἀγ. 495, Σοφ. Ἀντ. 246, 249· χθὼν Εὐρ. Ἀλκ. 563· ― ἐν Αἰσχύλ. Χο. 185, ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσι σταγόνες δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ ἐκ τοῦ Ἀγ. 887 (πρβλ. Blomf. ἐν τόπῳ, καὶ ἴδε πολυδίψιος), ἐνῷ ὁ Herm. ἑρμηνεύει : plenae desiderii, ποθειναί. ΙΙ. ὁ δίψαν προξενῶν, δ. σὴψ Νίκ. Θ. 147, πρβλ. διψὰς ΙΙ· καὶ τὸ δίψιος ἀναφέρεται ὡς = βλαβερὸς ἐκ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 279).

French (Bailly abrégé)

α ou ας, ον :
qui a soif, altéré ; desséché.
Étymologie: δίψα.