δυσπολέμητος

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον,

   A hard to war with, A.Supp.648 (lyr., s.v.l.), Isoc.4.138; εἰ δέ τις . . δ. οἴεται τὸν φίλιππον εἶναι D.4.4; δ. ὅπλον, offriendship, Luc.Tox.36.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu bekriegen; Aesch. Suppl. 637 u. Folgde; Isocr. 4, 108.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπολέμητος: -ον, δυσκολοπολέμητον ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 649. Ἰσοκρ. 69Α· εἰ δέ τις… δυσπολέμητον οἴεται τὸν Φίλιππον εἶναι Δημ. 41. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contre qui l’on ne peut guerroyer, invincible.
Étymologie: δυσ-, πολεμέω.