ἑλκαίνω

Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

(ἕλκανον)

   A fester, A.Ch.843.

German (Pape)

[Seite 798] an einer Wunde leiden, verwundet sein, Aesch. Ch. 830.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκαίνω: (ἕλκος) ἔχω ἕλκος, ἑλκοῦμαι, Αἰσχύλ. Χο. 843 (ἔνθα τὸ φόνῳ τῷ πρόσθεν, ὡς ὁ Paley παρατηρεῖ, εἶναι ἡ δοτικὴ ἀποδιδομένη εἰς τὸ ἑλκαίνοντι καὶ δεδηγμένῳ).

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être blessé.
Étymologie: ἕλκος.