ές, (πίνος)
A very squalid, κάρα E.Rh.716 (lyr.).
[Seite 668] ές, sehr schmutzig, Eur. Rhes. 716.
πολῠπῐνής: -ές, (πίνος) πολὺ πιναρός, ῥυπαρός, κάρα Εὐρ. Ρῆσ. 716.
ής, ές :très sale.Étymologie: πολύς, πίνος.