προφορά
English (LSJ)
ἡ, (προφέρω)
A pronunciation, utterance, D.H.Dem.22, Ph. 1.50; λέξις καὶ π. Plu.2.41a; π. καὶ γραφῇ Phld.Rh.1.159S.; τῶν φωνῶν, τοῦ λόγου, S.E.P.1.15,203; ῥημάτων Hdn.1.8.6; ὁ κατὰ προφορὰν λόγος, ἐν προφορᾷ λόγος,= ὁ προφορικὸς λ., Ph.1.232, Plu.2.777b. II 'procession', going forth, Plot.2.9.1; π. καὶ ἐνέργεια Id.4.3.2. III front end of a battering-ram, Ath.Mech.25.3. IV public reproach, rebuke, Plb.9.33.12. V decision of a court, CPR 18.40 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 797] ἡ, das Vortragen, Vorbringen, ῥημάτων, Hdn. 1, 8, 12, der Vortrag; τόνου, s. προφέρεσθαι, Ath. II, 52 f; φωνῶν, S. Emp. pyrrh. 1, 15; ὁ ἐν προφορᾷ λόγος, = προφορικός, Plut. philos. c. princ. 2; auch der Vorwurf, Pol. 5, 11, 2. 9, 33, 13 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προφορά: ἡ, (προφέρω) ὡς καὶ νῦν, τὸ προφέρειν, ὁ τρόπος τοῦ προφέρειν, περὶ τὴν τῶν ῥημάτων προφορὰν Ἡρῳδιαν. 1. 8, 12, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 22, Wyettenb. εἰς Πλούτ. 2. 41Α, Κλήμ. Ἀλ. 203· τῶν φωνῶν, τοῦ λόγου Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1, 15 καὶ 203· - ὁ ἐν προφορᾷ λόγος = ὁ προφορικὸς λ., αὐτόθι 777Β. ΙΙ. ἐπιτίμησις δημοσίᾳ, Πολύβ. 9. 33, 13.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
I. front ou face antérieure;
II. 1 action de proférer, d’énoncer, de produire : ὁ ἐν προφορᾷ λόγος PLUT discours par la parole ; t. de gramm. prononciation;
2 reproche public.
Étymologie: προφέρω.