θηράτωρ

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

[ᾱ], Ion. θηρ-ήτωρ, ορος, ὁ,=

   A θηρατήρ, θηρήτορας ἄνδρας Il.9.544; [κύων] θηράτωρ Nic. Dam.56J.

German (Pape)

[Seite 1209] ορος, ὁ, = θηρατής, Sp., wie Nic. Damasc. 47. S. θηρήτωρ.

Greek (Liddell-Scott)

θηράτωρ: Ἰων. -ήτωρ, ορος, ὁ, = θηρατήρ, θηρήτορας ἄνδρας Ἰλ. Ι. 544 (540)· κύων θηράτωρ Νικόλ. Δαμ. σ. 47· μεταφ., θ. λεξειδίων Δημόκρ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 328, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: θηράω.