ἐμπόδιος

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον,

   A at one's feet, Pl.Tht.201a; coming in the way, meeting, Eleg. ap. Plu.Rom.21.    2 commonly, in the way, presenting an obstacle, impeding, c. dat. pers. et rei, ἡ Βαβυλών οἱ ἦν ἐ. Hdt.1.153, cf. 2.158, 5.90; ἐ. κώλυμα E.Ion862 (lyr.); εἰ τοῦτ' ἐ. σοι Ar. Lys.531, etc.; ἐ. ταῖς ἐνεργείαις Arist.EN1175b2; ἐ. τινὶ πρός τι Id.Mu.399b12.    3 c. gen. rei, εἰρήνης Th.1.139; ἐ. γίγνεσθαι τοῦ μὴ ἀσκεῖν Pl.Lg.832b: c. inf., μὴ . . ἐ. γένηται θέσθαι τι Th.1.31.    4 ὅπῃ ταύτῃ ἀρετὴ ἀσκεῖται πάντῃ ἐ. Pl.R.407c.    5 ἐ. πρός τι Arist.EN 1170b27, Pol.1311a18, Plb.4.81.4, Hierocl.in CA11p.441M.

German (Pape)

[Seite 815] im Wege stehend, hinderlich; τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι Eur. Ion 862; Ar. Lys. 531; μαντηΐου ἐμποδίου γενομένου Her. 2, 158; ζήτησις ἐμπόδιος γίγνεται τοῦ μὴ καλῶς ἀσκεῖν, wird der Uebung hinderlich, Plat. Legg. VIII, 832 a; τινί, Soph. 231 a u. öfter, wie Folgde; ὡς μὴ ἐμπόδιον εἶναι τὸ ψήφισμα τῆς εἰρήνης Thuc. 1, 139; mit folgdm inf., 1, 31; πρός τι, Pol. 4, 81, 4; τὸ ἐμπόδιον, das Hinderniß, Plat. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπόδιος: -ον, παρὰ πόδας, τάχ’ ἂν ἐμπόδιον γενόμενον αὐτὸ φήνειε τὸ ζητούμενον (πρβλ. ἐμποδών) Πλάτ. Θεαίτ. 201Α· ὁ περὶ τοὺς πόδας, τοὺς ἐμποδίους τύπτοντας Πλουτ. Ρωμ. 21. 2) συνήθως, ὁ ἐμποδίζων, ὁ παρουσιάζων έμπόδιον, μετὰ δοτ. προσ., ἥ τε γὰρ Βαβυλών οἱ ἦν ἐμπόδιος Ἡρόδ. 1. 153, πρβλ. 2. 158., 5. 90· τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ’ ἔτι μοι; Εὐρ. Ἴων 862· εἰ τοῦτ’ ἐμπόδιον Ἀριστοφ. Λυσ. 531, κτλ. 3) μετὰ γεν. πράγμ., ἐμπ. εἶναι εἰρήνης Θουκ. 1. 139 ἐμπ. γίγνεσθαι τοῦ μὴ ἀσκεῖν Πλάτ. Νόμ. 832Α· μὴ... ἐμπ. γένηται θέσθαι τι Θουκ. 1. 31. 4) ὅπῃ ταύτῃ ἀρετὴ ἀσκεῖται καὶ δοκιμάζεται, πάντῃ ἐμπόδιος, παντελῶς ἐμποδίζεται, Πλάτ. Πολ. 407C. 5) ἐμπ. πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 10. 2, Πολιτικ. 5. 10, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se trouve sur le chemin, que l’on rencontre;
2 qui entrave, qui fait obstacle à, qui empêche, dat, gén. ou inf..
Étymologie: ἐν, πούς.