ἐξανάστασις

Revision as of 19:57, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A removal, expulsion, Plb.2.21.9,al.    II intr., emigration, τινῶν ἐκ τῆς οἰκείας Str.2.3.6.    2 rising from bed to go to stool, Hp. Prog.11; later simply, going to stool, Aret.SD2.9 (pl.), Sever.Clyst.pp.3,34 D., etc.    b rising from bed in the morning, Porph.VP40; ἐ. ὕπνου Gal.7.96.    3 ἡ ἐ. ἡ ἐκ νεκρῶν resurrection from the dead, Ep.Phil.3.11.    4 woman's ornament, BGU717.11 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 868] ἡ, 1) das Aufstehenlassen, Wegführen oder Vertreiben; καὶ καταφθορά Pol. 2, 21, 9, vgl. 3, 55, 4; aber ἡ τῶν Κίμβρων ἐξ. ἐκ τῆς οἰκείας, die Auswanderung, Strab. II, 102. – 2) das Aufstehen der Kranken vom Lager, Hippocr. – Im N. T die Auferstehung vom Tode.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανάστᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τινα ἀνάστατον, ἔξωσις, ἐκδίωξις, ὑπὲρ ὁλοσχεροῦς ἐξαναστάσεως αὐτῶν καὶ καταφθορᾶς Πολύβ. 2. 21, 9, κτλ.: ἀμεταβ., μετοικεσία, μετανάστασις, Στράβ. 102. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡσαύτως, ἡ ἐν τῆς κλίνης ἔγερσις πρὸς κένωσιν, κοπιῇ γὰρ ὁ ἄνθρωπος ὑπὸ τῆς ξυνεχέος ἐξαναστάσιος Ἱππ. Προγν. 40. 3. 2) = ἀνάστασις, τὴν ἐξανάστασιν τὴν ἐν τῶν νεκρῶν Ἐπιστολ. π. Φιλίππ. γ΄, 11.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de faire se lever et partir, expulsion;
II. 1 émigration forcée;
2 action de se lever (de son lit);
3 résurrection.
Étymologie: ἐξανίστημι.