θαλασσόπληκτος

Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον, (πλήσσω)

   A sea-beaten, νῆσος A.Pers.307.

German (Pape)

[Seite 1183] meergeschlagen, νῆσος Aesch. Pers. 307, v. l. -πλακτος.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσόπληκτος: -ον, (πλήσσω) ὑπὸ τῆς θαλάσσης πληττόμενος, νῆσος Αἰσχύλ. Πέρσ. 307. - θαλασσοπλήκτης, ου, ὁ, Ξέρξης, ὡς μαστιγώσας τὴν θάλασσαν, Θ. Πρόδρ. Rev. arch. 1873, σ. 348.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
battu de la mer.
Étymologie: θάλασσα, πλήσσω.