θεατρίζω
English (LSJ)
A to be or play on the stage, Suid. II Pass., to be made a show of, held up to shame, Ep.Hebr.10.33.
German (Pape)
[Seite 1190] 1) auf dem Theater sein, darauf spielen, Suid. u. Sp. – 2) aufs Theater bringen, öffentlich zur Schau stellen, bes. um Etwas lächerlich zu machen, od. zur Beschimpfung, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτρίζω: (θέατρον) παριστάνω ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Σουΐδ. ΙΙ. μεταβ., φέρω ἐπὶ τῆς σκηνῆς, ἐπιδεικνύω ἢ ἐκθέτω τινά, καθιστῶ τινα γελοῖον ἢ ἐπονείδιστον, καὶ νῦν θεατρίζω, «κάμνω θέατρον», τινὰ Γρηγ. Ναζ. - Μέσ., ὁ αὐτ. - Παθ., γίνομαι θέατρον εἴς τινα, ἐκτίθεμαι εἰς αἰσχύνην, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 33· πρβλ. θέατρον 3.
French (Bailly abrégé)
1 donner une représentation théâtrale;
2 porter sur scène ; exposer aux risées de la foule.
Étymologie: θέατρον.