ἴλη
English (LSJ)
[ῑ], Dor. ἴλᾱ (Boeot. ϝιλ- in ϝιλαρχίω), ἡ,
A band, troop of men, Hdt.1.73,202; εὔφρονες ἶλαι merry companies, Pi.N.5.38; also ἴλα λεόντων E.Alc.581 (lyr.). 2 as a military term, troop of horse, prop. of sixty-four men, cf. Arr.Tact.18.2; but varying in number, Ascl.Tact.7.2;= Lat. turma, Plb.6.25.1, al., D.H.6.12, al., Plu.Caes. 45,al.; later,= Lat. ala, IGRom.3.272 (Galatia), BGU69 (ii A.D.), J. AJ17.10.9, etc.; κατὰ ἴλας,= ἰλαδόν, opp. κατὰ τάξεις, X.An.1.2.16: generally, troop or company of soldiers, S.Aj.1407 (anap.). 3 at Sparta, subdivision of the ἀγέλα (q.v.), X.Lac.2.11; κατ' ἴλην Plu. Lyc.16.
German (Pape)
[Seite 1251] ἡ (εἴλω, ἴλλω, vgl. εἴλη), eine zusammengedrängte Schaar, Rotte, Hause, von Menschen; Versammlung beim Gastmahle, Pind. N. 5, 38; μία δ' ἀνδρῶν ἴλη τὸν ὑπασπίδιον κόσμον φερέτω Soph. Ai. 1386; bes. von den Abtheilungen der Soldaten, κατ' ἴλας πορεύεσθαι Xen. Cyr. 6, 2, 36; τεταγμένοι κατ' ἴλας καὶ κατὰ τάξεις An. 1, 2, 16; bes. in Lacedämon, Lac. 2, 11 Plut. Lyc. 2. 16 u. öfter; eine Reiterabtheilung von 128 Mann, Aen. Tact. 43. Von Thieren, λεόντων Eur. Alc. 580; κατ' ἴλας, heerdenweise, Ael. N. A. 1, 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἴλη: ῑ, Δωρ. ἴλα, Ἰων. εἴλη, ἡ, (ἴλλω, εἴλω): - πλῆθος, ὁμὰς ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 1. 73. 202· εὔφρονες ἶλαι, εὔθυμοι ὅμιλοι, Πινδ. Ν. 5. 70· ὡσαύτως, ἴλη λεόντων Εὐρ. Ἄλκ. 581. 2) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἴλη ἱππικοῦ, Λατ. turma, ala, κυρίως ἐξ 64 ἀνδρῶν· κατ’ ἴλας κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ κατὰ τάξεις: οἱ δὲ παρήλαυνον τεταγμένοι κατ’ ἴλας καὶ κατὰ τάξεις Ξεν. Ἀν. 1. 2, 16· καθόλου, στράτευμα, ὅμιλος (στρατιωτῶν), Σοφ. Αἴ. 1407. 3) ἐν Σπάρτῃ, διαίρεσίς τις τῶν νέων, Ξεν. Λακ. 2. 11· κατ’ ἴλην Πλουτ. Λυκοῦργ. 16., 2. 237Β· πρβλ. Müller Dor. 4. 5. 2. (περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε εἴλω ἐν τέλ.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
troupe :
1 troupe d’animaux : κατ’ ἴλας ÉL par troupes;
2 t. milit. troupe ou compagnie de soldats : κατ’ ἴλας, par compagnies;
3 à Sparte section de jeunes gens : κατ’ ἴλην PLUT en section.
Étymologie: R. ϜελϜ, enrouler, pelotonner ; cf. lat. volvo ; v. ἴλλω et εἴλη ; pour le sens, cf. franç. peloton.