καμηλίτης

Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A camel-driver, Arist.HA630b35, POxy.710.4 (ii B.C.), etc.; camel-rider, Hld.10.5, Hdn.4.15.2.    2 also, = καμηλέμπορος, Str.1.2.32, 16.1.27.    II κ. βοῦς, prob. buffalo, Suid.

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ, der Wärter oder Reiter des Kameeles, Arist. H. A. 9, 47 Strab. XVI, 748 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμηλίτης: ῑ, ου, ὁ ὁδηγῶν τὰς καμήλους, καμηλάριος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, π. Θαυμασ. 2· - ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, καμηλοβάτης, Ἡλιόδ. 10. 5, Ἠρῳδιαν. 4. 15· - ὡσαύτως καμηλέμπορος, Στράβ. 39, 748. 2) καμ. βοῦς, πιθανῶς ὁ βόαγρος, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chamelier.
Étymologie: κάμηλος.