καρός

Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

κωφός, οἱ δὲ σκοτόδινος, Hsch. κάρουα, Lacon.,

   A = κάρυα, Id.

Greek (Liddell-Scott)

καρός: «κωφός. οἱ δὲ σκοτόδινος. βόσκημα. ἐγκέφαλος (ἔγκαρος). ὠνή. καιρός, ἢ φθορὰ» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1οῦ (ὁ) :
sommeil profond, engourdissement.
Étymologie: DELG κάρ, idée de « avoir la tête lourde ».
2v. κάρ².