Κυρηναϊκός

Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ή, όν, Cyrenaic: οἱ K.

   A the disciples of Aristippus of Cyrene, D.L.2.85; Κυρηναϊκὴ φιλοσοφία, αἵρεσις, Str.17.3.22, D.L. 1.18.

Greek (Liddell-Scott)

Κῠρηναϊκός: -ή, -όν, ὁ ἐκ Κυρήνης˙ οἱ Κυρηναϊκοί, οἱ μαθηταὶ καὶ ὀπαδοὶ τοῦ ἐκ Κυρήνης Ἀριστίππου, Διογ. Λ. 2. 85˙ Κυρηναϊκὴ φιλοσοφία, αἵρεσις Στράβ. 837.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Cyrène ; οἱ Κυρηναϊκοί les Cyrénaïques, disciples d’Aristippe de Cyrène.
Étymologie: Κυρηναῖος.