ές,
A heavy with lead, leaded, στάθμη AP6.103 (Phil.).
[Seite 199] ές, mit Blei beschwert, στάθμη, Philps. 15 (VI, 103).
μολῐβαχθής: -ές, βαρύς, ἕνεκα μολύβδου, «μολυβωμένος», στάθμη Ἀνθ. Π. 6. 103.
ής, ές :chargé de plomb.Étymologie: μόλιβος, ἄχθος.