ὀδάξω

Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

impf.

   A ὤδαξον X.Smp.4.28:—more freq. in Med. ὀδάξομαι, Hp.Gland. 12,Mul.2.171 (ἀδάξεται codd.), Dsc.Alex.2, Aret.SD2.5 :—Pass., pf. part., μοιχὸς . . καρδίαν ὠδαγμένος S.Fr.1127 : plpf. ὠδάγμην Hsch.: —also ὀδαξάω, Thphr.Sign.30 :—Med. ὀδαξάομαι, Hp.Mul.1.90, D.S.3.29, Ph.2.332, Dsc.2.124, Ael.NA7.35 (ὀδαξέομαι v.l. in Ph. and Dsc. Il.cc.):—Act., feel pain or irritation, τὸν δεξιὸν [πόδα] Thphr. l.c. ; τὸν ὦμον X.l.c.:—Med., scratch oneself, D.S.l.c., cj. in Thphr. Char.19.4 (ἀδαξ-).    II ὀδάξει· τοῖς ὀδοῦσι δάκνει, Hsch.; cause irritation, AB340, Suid., Phot. (where ἀδαξῆσαι); ἀδαξῶντα irritants, Hp.Mul.1.18 codd. opt. : fut. ὀδαξήσεται ib.2.154 : pres. ὀδάξεται is an irritant, ib.160 ; ὀδάξονται μυκτῆρας Id.Gland.13 : c. acc., ὠδάξατο σάρκα nibbled at it, AP9.86 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 291] u. ὀδάξομαι, Hippocr. u. sonst, gew. ὀδαξάω, ion. ὀδαξέω, u. alle diese Formen auch ion. mit α, ἀδάξω, ἀδαξέω, beißen, stechen, ein Jucken verursachen, u. pass. ein Stechen, Jucken empfinden, u. dah. auch sich kratzen, reiben, Hippocr. u. Folgde; ὥςπερ ὑπὸ θηρίου τινὸς δεδηγμένος τόν τε ὦμον πλεῖον ἢ πέντε ἡμέρας ὤδαξον (v. l. ὠδάξουν), Xen. Conv. 4, 28; ὀδαξᾶσθαι, D. Sic. 3, 29 (v. l. ὀδάξασθαι); Ael. H. A. 7, 35; ὠδάξατο, Antiphan. 22 (IX, 86); auch übertr., καρδίαν ὠδαγμένος Soph. frg. 708, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδάξω: παρατ. ὤδαξον, (ὀδὰξ) αἰσθάνομαι δῆξιν, δηκτικὸν πόνον, ἐρεθισμόν, Ξεν. Συμπ. 4, 28· συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὀδάξομαι, Ἱππ. 272. 41 καὶ 51., 663. 21 (ἔνθα ἀδάξεται), Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμ. 2, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρονικ. Παθ. 2. 5· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., καρδίαν ὠδαγμένος, ἐν στίχῳ ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Σοφ. (Ἀποσπ. 708)· ὑπερσ. ὠδάγμην, «ἐκνησάμην» Ἡσύχ.· οὕτω καὶ ὀδαξάομαι Ἱππ. 633. 26, Διόδ. 3. 29, Αἰλ. π. Ζ. 7. 35· -έομαι Διοσκ. 2. 150. ΙΙ. = δάκνω, δαγκάνω, Ἡσύχ. - Κατὰ τὰ Α. Β. 340, 28 «ἀδαξῆσαι: τὸ κνῆσαι, οὐκ ἐν τῷ õ ὀδαξῆσαι. καὶ ἀδαχεῖν τὸ κνήθειν» Σουΐδ. ἐν λέξει ἀδαξῆσαι, Φώτ. ἐν λέξ. ἀδαξῆσαι: οὕτως ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. 598. 49 (ἔνθα ὁ Littré (8. 58) ἀναγινώσκει ἀδαξῶντα), 660. 28· μετ’ αἰτ., ὠδάξατο σάρκα, ἔδακειν, Ἀνθ. Ρ. 9. 86.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. ὤδαξον;
Pass. f. ὀδάξομαι, part. pf. ὠδαγμένος;
souffrir d’une morsure, de démangeaison.
Étymologie: ὀδάξ.