δαγκάνω
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
= δάκνω, cf. Heraclid. ap. Eust.28.42, Hdn.Gr.1.451, etc.
Spanish (DGE)
morder Hdn.Gr.1.451, Heracl.Mil.23.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δαγκάνω: Βυζαντιακὸς τύπος τοῦ δάκνω, ἴδε Δουκάγγ.· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ παλαιότερος, πρβλ. Ἡρακλείδ. παρ’ Εὐστ. 28. 42., 1525. 12, Ἀρκάδ. 161, 23, κτλ.
Greek Monolingual
βλ. δαγκώνω.