ὀμβρέω

Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A rain, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός when the latter rain of autumn comes, Hes.Op.415, cf. A.R.3.1399, Lyc.79.    II trans., rain or shower down upon, ἀγαθὸν ὀ. τινί Ph.1.402 ; πηγὰς γάλακτος ὀ. ἐν μαστοῖς Id.2.397, cf. Nonn.D.2.33.    2 bedew, wet, δακρύοις λάρνακα AP7.340.    3 ὀμβρεῖ· ἀτιμάζει, ὑπερισχύει, αὔξει, πιαίνει, πλήθει, Hsch.

German (Pape)

[Seite 329] regnen; μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, wenn es im Spätherbst regnet, Hes. O. 417; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1399. – Auch trans., beregnen, Philo u. a. Sp.; u. übertr., benetzen, δακρύοις ὀμβρήσας λάρνακα, Ep. ad. 665 (VII, 340).

Greek (Liddell-Scott)

ὀμβρέω: βρέχω, Ζεὺς ὀμβρεῖ (ὡς τὸ Ζεὺς ὕει)· μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, ὅταν μετὰ τὴν ὀπώραν βρέξῃ ὁ Ζεύς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1399, Λυκόφρ. 79. ΙΙ. μεταβ., βρέχω ἀφθόνως ἐπί τινος, «καταιβάζω», ἀγαθὸν ὀμβρ. τινι Φίλων 1, 402· πηγὰς γάλακτος ὀμβρ. ἐν μαστοῖς ὁ αὐτ. 2. 397. 2) δροσίζω, ὑγραίνω, τι δακρύοις Ἀνθ. Π. 7. 340.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. intr. pleuvoir;
II. tr. 1 laisser couler, faire couler;
2 mouiller, humecter.
Étymologie: ὄμβρος.