πανδήμιος

Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ον,

   A of or belonging to all the people, ἦλθε δ' ἐπὶ πτωχὸς π. public beggar, Od.18.1; π. ἄγρη a draught of all kinds of fish, AP9.383.2.

German (Pape)

[Seite 458] im ganzen Volke, öffentlich, ganz allgemein; πτωχός, Od. 18, 1, wie Maneth. 3, 249; – ἦμαρ, ἑορτή, allgemeiner Festtag, Nonn.; ἄγρη, allgemeiner, reichlicher Fang, Menses Aegypt. (IX, 383, 2).

Greek (Liddell-Scott)

πανδήμιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σύμπαντα τὸν λαόν, ἢ ὁ ἐξ ὅλου τοῦ λαοῦ, δημόσιος, ἦλθε δ’ ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος, ἐπαιτῶν παρὰ πάντων, δημόσιος ἐπαίτης, (ὡς οἱ King’s Bedesmen ἐν Σκωτίᾳ), Ὀδ. Σ. 1· π. πόλις, ἡ πόλις μετὰ πάντων τῶν κατοίκων αὐτῆς, Σοφ. Ἀντ. 1141· π. ἦμαρ, ἡμέρα καθ’ ἢν ἑορτάζει ἅπαςδῆμος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω, 10. 22· π. ἄγρη, ἄγρα παντὸς εἴδους ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 9. 383.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va par tout le peuple : πτωχός OD qui mendie par tout le peuple, ou pê dans tous les pays.
Étymologie: πᾶν, δῆμος.