παράκλητος

Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ον,

   A called to one's aid, in a court of justice : as Subst., legal assistant, advocate, D.19.1, Lycurg. Fr.102, etc.    2 summoned, δοῦλοι D.C.46.20, cf. BGU601.12 (ii A.D.).    II intercessor, Ph.2.520 : hence in NT, Παράκλητος, of the Holy Spirit, Ev.Jo.14.16, cf. 1 Ep.Jo.2.1.

German (Pape)

[Seite 483] zu Hülfe gerufen, hülfreich, bes. vor Gericht, advocatus, als subst. Sachwalter, Dem. 19, 1; auch der für Einen bittet, Sp., vgl. D. L. 4, 50; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

παράκλητος: -ον, ὁ προσκληθεὶς ὡς βοηθός τινος ἐν δικαστηρίῳ, Λατ. advocatus· ὡς οὐσιαστ., νομικὸς βοηθός, συνήγορος, Δημ. 341. 10, κτλ.· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 142. 14· - μεσίτης ὑπέρ τινος, Φίλων 2. 520, κτλ. ΙΙ. ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ συνήγοροςπαρήγορος, = διδάσκαλος, Θεόδ. Μοψουεστ. 777Α· - μετὰ τῆς λέξεως πνεῦμα, τίθεται οὐδετέρως τὸ παράκλητον, Εὐσεβ. VI. 1008A, 1012D, 1009B, Μακάρ. 521C, κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on appelle à son secours ; ὁ παράκλητος avocat, défenseur (lat. advocatus).
Étymologie: παρακαλέω.