παραδρομή

Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ἡ,

   A running beside: hence concretely, π. κολάκων attendant swarm of flatterers, Posidon. 7 J.; μετὰ πολλῆς π. with a large train, LXX 2 Ma.3.28.    II running by, traversing, Plu.Alex.17; ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον cursorily, Arist.Pol.1336b24; ἐκ παραδρομῆς Plb.21.34.2.

German (Pape)

[Seite 477] ἡ, das Nebenherlaufen; κολάκων παραδρομή, das Nebenherlaufen, der begleitende Schwarm der Schmeichler, Posidon. bei Ath. XII, 542 b; – das Durchlaufen, Plut. Alex. 17; – das Vorbeilaufen, ἐκ παραδρομῆς, im Ggstz von μετ' ἐπιστάσεως, Pol. 22, 17, 2, wie Arist. polit. 7, 17 ἐν παραδρομῇ πεποιήμεθα τὸν λόγον entgstzt dem ἐπιστήσαντα δεῖ λογίζειν; ἐκ παραδρομῆς auch Plut. ed. lib. 10.

Greek (Liddell-Scott)

παραδρομή: ἡ, τὸ τρέχειν πλησίον ἢ παραπλεύρως, κολάκων, π., σμῆνος κολάκων τρεχόντων πλησίον τινός, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 542Β. ΙΙ. τὸ παρατρέχειν, Πλουτ Ἀλέξ. 17· ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 12· κατὰ παραδρομὴν Κλήμ. Ἀλ. 55· οὕτως, ἐκ παραδρομῆς Πολύβ. 22. 17, 2. 2) παρέλευσις, μετὰ π. ἐνιαυτοῦ Ἄννα Κομν. 2. σ. 121.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
course à travers ou au delà ; cours du temps.
Étymologie: παρά, δραμεῖν.