περιπλίσσομαι

Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A put the legs round or across, τὰ θυγάτρια περὶ τὴν λεκάνην . . περιπεπλιγμένα Stratt.63, cf. Eust.1564.49, Hsch.

German (Pape)

[Seite 588] att. -ττομαι, umschreiten, die ausgespreizten Beine um Etwas herum setzen, περί τι, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλίσσομαι: διέχω τὰ σκέλη, τὰ θυγάτρια περὶ τὴν λεκάνην ἅπαντα περιπεπλιγμένα, τουτέστι, διασχόντα τὰ σκέλη, Στράττις παρὰ Πολυδ. Β΄, 172· «περιπεπλιγμένον, τὸ περιβεβηκός», ἐπὶ σκέλους, Εὐστ. 1564. 49· ― καθ’ Ἡσύχ.: «περιπεπλιγμένα· περιπεπλεγμένα τοῖς σκέλεσι. οἱ γὰρ ἀλεῖπται τὸ βῆμα πλίγμα λέγουσιν», καί, «περιπεπλίχθαι· διηλλάχθαι τὰ σκέλη ἀσχημόνως»· οὕτω παρὰ Θεοκρ. 18. 8, ποσσὶ περιπλίκτοις, εἶναι πιθανῶς καλλιτέρα γραφὴ (ἀντὶ τοῦ κοινοῦ περιπλέκτοις), ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ. περιπλίγδην περιπλίξ.

French (Bailly abrégé)

enlacer de ses jambes.
Étymologie: cf. περίπλεκτος.