διέχω

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διέχω Medium diacritics: διέχω Low diacritics: διέχω Capitals: ΔΙΕΧΩ
Transliteration A: diéchō Transliteration B: diechō Transliteration C: diecho Beta Code: die/xw

English (LSJ)

I trans., keep apart or keep separate, ὁ ποταμὸς διέχει τὰ ῥέεθρα Hdt.9.51; δ. τὴν φάλαγγα leave gaps in it, Arr.An.1.1.10 (so abs., διασχεῖν make way for a person, Plu. TG18); δ. τοὺς μαχομένους Id.Caes.20; δ. τὰς χεῖρας spread them out, esp. for the purpose of parting combatants, Plb.4.52.1; τὰς χεῖρας ἐν μέσῳ δ. Plu.Cim.19; διασχοῦσα τὰς χεῖρας Id.Ant.20: c. gen., τῆς ἐσθῆτος διασχών Id.Aem. 31.
2 hold fast, κόντους Paus.10.25.2.
II intr., go through, hold its way, ἀντικρὺ δὲ διέσχε [ὀϊστός] Il.5.100, 11.253; δι' ὤμου δ' ὄβριμον ἔγχος ἔσχεν 13.520; διά τινος δ. Arist.HA496b31; extend, reach, ἐς τὸν Ἀράβιον κόλπον Hdt.4.42, cf. 7.122; ἀπὸ τῶν νεύρων πρὸς τὰς φλέβας Arist.HA515b28.
2 stand apart, be separated, be distant, ἑκὰς δ. Thgn.970; ὅταν διάσχῃ τὰ κέρατα X.An.3.4.20, cf. Th. 8.95 (v.l.); δ. πολὺ ἀπ' ἀλλήλων Id.2.81; δ. ἀλλήλων ὡς τεσσαράκοντα στάδια X.An.1.10.4; διέχοντες πολὺ ᾖσαν they marched with broad intervals, Th.3.22; ὁ Ἑλλήσποντος ταύτῃ σταδίους ὡς πεντήκοντα διεῖχε was about fifty stades wide at this point, X.HG2.1.21.
3 of time, παιδὸς δὲ βλάστας οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς not three days parted the birth (sc. from what followed), S.OT717.
4 of the earth, open, σεισμῷ Philostr.Her.1.2; of a river, broaden out, Arr.An.6.5.3.
5 differ, γέννῃ τε κρήσει τε Emp.22.6, cf. Arist. Rh.1412a12; οὐθὲν ἂν διέχοι φαγεῖν ἢ μὴ φαγεῖν Id.Metaph.1063a31.
b excel, τόλμῃ καὶ προθυμίᾳ App.Pun.132.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ζαέχω Sapph.63.4 (tm.)
A Ic. διά indic. una direcc.
1 penetrar διὰ δ' ἔπτατο ... ὀϊστὸς, ἀντικρὺ δὲ διέσχε voló la flecha y penetró de frente, Il.5.100, cf. 11.253, 20.416, ἄνεμος ... ὃν οὐδὲν δυνατὸν διέχειν δεῦρο Arist.Mete.362b35
pasar a través de διὰ γὰρ τοῦ ἥπατος ... ἡ ... φλέψ Arist.HA 496b31, διὰ μὲν τῶν ἄλλων σπλάγχνων Arist.PA 665b32, ὁ ἥλιος διὰ τῶν τετραπλεύρων Arist.Pr.911b3.
2 extenderse τὴν διώρυχα ... τὴν ἐκ τοῦ Νείλου διέχουσαν ἐς τὸν Ἀράβιον κόλπον Hdt.4.42, cf. 7.122, διεῖχε δ' ὁ Ἑλλήσποντος ταύτῃ σταδίους ὡς πεντεκαίδεκα el Helesponto tenía por aquí una extensión de unos quince estadios X.HG 2.1.21, φλέβια τὰ ἐν τῷ πλεύμονι διέχοντα Hp.Int.4, πρὸς τὰς φλέβας Arist.HA 515b28
desplegarse τὰ κέρατα X.An.3.4.20
ensancharse ἐς πλάτος ἤδη ὁ ποταμὸς διέσχεν el río ya se hizo más ancho Arr.An.6.5.3.
3 abrirse, abrir paso ἄναγε δίεχε πάραγε πάρεχε Ar.Au.1720, κελεύσαντος ἐκείνου δ. τὸ πλῆθος ordenando aquel que la multitud abriera el paso Plu.TG 18, σεισμῷ δὲ τῆς γῆς διασχούσης Philostr.Her.9.1.
II c. διά indic. separación
1 estar separado, distar ἑκάς Thgn.970, πολὺ ἀπ' ἀλλήλων Th.2.81, διέχοντες πολὺ ᾖσαν marchaban separados a gran distancia Th.3.22, ἐνταῦθα διέσχον ἀλλήλων ... ὡς τριάκοντα στάδια X.An.1.10.4, δ. δὲ τῆς πόλεως ὅσον εἴκοσι σταδίους Plb.34.9.8, cf. Fr.28, Thphr.CP 5.14.2, I.BI 2.292, Paus.3.20.9, (ὀστέα) κατὰ μέσον δὲ διέχοντα σμικρόν (huesos) que en el centro están un poco separados Hp.Mochl.1, cf. Art.49, βλέφαρα τὰ πολλὰ διέχοντα ξὺν παλμῷ Aret.SA 1.5.4, τὸ ἐλάχιστον διάστημα δ. ἀφ' αὑτῶν Aristox.Harm.36.5
fig. diferir ἀπ' ἀλλήλων ... γέννῃ τε κρήσει τε καὶ εἴδεσιν Emp.B 22.6, ἀπ' ἀλλήλων ... πολύ Anaxandr.40.3, ἐν πολὺ διέχουσι Arist.Rh.1412a13, οὐθὲν ἂν διέχοι φαγεῖν ἢ μὴ φαγεῖν Arist.Metaph.1063a31, τὰ δὲ τόσσον ὅσον διὰ πλεῖστον ἔχουσι (tm.), Call.Iou.64.
2 c. expr. temp. interrumpirse, cesar ἓξ μῆνας αὐτὴ διέσχεν = durante seis meses ésta cesó (la enfermedad), Hp.Epid.5.22.
3 c. dat. destacar en τῇ δ' εὐπρεπείᾳ πολὺ διέχουσα τῶν ἄλλων D.S.5.24, τόλμῃ δὲ καὶ προθυμίᾳ App.Pun.132.
B tr.
1 separar, mantener separado ζὰ χῶρις ἔχην τὰν δυναμ Sapph.l.c., τοὺς δὲ πόδας ... ἀπ' ἀλλήλων Hp.Art.70, (ποταμός) διέχων ἀπ' ἀλλήλων τὰ ῥέεθρα ὅσον περ τρία στάδια Hdt.9.51, τοὺς πρὸ αὐτοῦ μαχομένους Plu.Caes.20, δ. τὴν φάλαγγα romper la línea Arr.An.1.1.10
c. gen. apartar τῆς ἐσθῆτος Plu.Aem.31
fig. de tiempo separar παιδὸς δὲ βλάστας οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς no habían pasado tres días desde el nacimiento del niño S.OT 717.
2 desplegar, tender τὰς χεῖρας en señal de amistad, Plb.4.52.1, para separar a unos contendientes, Plu.Cim.19, o detener a alguien, Plu.Ant.20
difundir, dispersar en v. pas. ἡ κόνις Gr.Nyss.M.44.96A
en v. med. tensar la cuerda del arco ἀμφοτέρῃσι ... παλάμῃσιν A.R.3.283.
3 sujetar, contener διέσχεν ὁ Θεὸς τὸν ὄμβρον Gr.Nyss.Ep.6.4.

German (Pape)

[Seite 623] 1) auseinander halten; ὁ ποταμὸς σχιζόμενος – διέχων τὰ ῥέεθρα ἀπ' ἀλλήλων τρία στάδια Her. 7, 51; τὴν φάλαγγα Arr. An. 1, 1, 13; τὰς χεῖρας, ausstrecken, Plut. Ant. 20; bes. Cim. 12 u. a. Sp.; διέχειν τὸ πλῆθος καὶ ἀνείργειν vrbdt Plut. Tib. Graech. 18, abhalten; vgl. Alcib. 4. – 2) (durchhalten) durchdringen; Iliad. 5, 100 διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀιστός, ἀντικρὺ δὲ διέσχε, er drang durch und an der andern Seite wieder hervor, nicht »ragte hervor«, denn der aorist. διέσχε steht hier in der Bdtg des Anfangens; »ragte hervor« würde Griechisch imperfect. sein; Apollon. Lex. Homer. p. 58, 29 διέσχε· διῆλθε; Iliad. 11, 253 ἀντικρὺ δὲ διέσχε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή; διὰ τοῦ ἥπατος διέχει ἡ μεγάλη φλέψ, geht hindurch, Arist. H. A. 1, 17; vgl. part. anim. 3, 4, wo es dem διατείνω entspricht; dah. ἔκ τινος εἴς τι, von wo aus sich wohin erstrecken, Her. 4, 142. 7, 122. – 3) auseinander stehen, getrennt, entfernt sein; Theogn. 970; ἀπ' ἀλλήλων Thuc. 2, 81, wie Xen. An. 1, 8, 17; ἀλλήλων 1. 10, 14; Thuc. 8, 95; Pol. 5, 103, 6; absolut, ὅταν διάσχῃ τὰ κέρατα An. 3, 4, 20; dah. ὁ Ἑλλήσποντος σταδίους ὡς πεντεκαίδεκα διέχει, breitet sich aus, hat eine Weite von 15 Stadien, Hell. 2, 1, 21; ähnl. ὁ ποταμὸς εἰς πλάτος διέσχε Arr. An. 6, 5, 6; ἡ γῆ διέσχε σεισμῷ, die Erde barst, Philostr.; übh. = auseinander treten, Plut. Pomp. 20, oft. – Von der Zeit, οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς, waren dazwischen, Soph. O. R. 717. – Auch τόλμῃ διέχειν, = διαφέρειν, sich auszeichnen, App. Pun. 132.

French (Bailly abrégé)

f. διέξω, ao.2 διέσχον;
I. tr.
1 écarter de droite et de gauche, écarter, séparer : ὁ ποταμὸς (σχιζόμενος) διέχων τὰ ῥέεθρα ἀπ' ἀλλήλων τρία στάδια HDT le fleuve se sépare et coule en deux bras distants l'un de l'autre de trois stades ; δ. μαχομένους PLUT écarter des combattants (pour passer au milieu d'eux et aller en face de l'ennemi) ; δ. τὰς χεῖρας PLUT écarter les bras ; particul. écarter les bras pour séparer des combattants;
2 tenir à l'écart, écarter (les importuns, la foule, etc.);
II. intr.
1 s'éloigner, s'écarter, être écarté : ἀπ' ἀλλήλων THC, ἀλλήλων XÉN se séparer ou être séparés les uns des autres ; δ. σταδίους ὡς πεντεκαίδεκα XÉN s'étendre sur une largeur d'environ quinze stades ; avec idée de temps οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς SOPH il ne se passa point trois jours avant que;
2 être différent, différer;
3 (διά, à travers) pénétrer à travers : ἀντικρὺ δὲ διέσχε ὀϊστός IL le trait s'enfonça par devant.
Étymologie: διά, ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

διέχω: (fut. διέξω, aor. 2 διέσχον)
1 раздвигать, расставлять (τὰς χεῖρας Polyb., Plut. - преимущ. для того, чтобы разнять противников): τὰς χεῖρας ἐν μέσῳ δ. Plut. выступать примирителем;
2 разделять, разобщать (ὁ ποταμὸς διέχων τὰ ῥέεθρα ἀπ᾽ ἀλλήλων τρία στάδια Her.): διασχὼν τοὺς μαχομένους ἐνέβαλε τοῖς βαρβάροις Plut. прорвавшись через сражающихся, он бросился на варваров; κελεύσας διασχεῖν (тж. δ. τὸ πλῆθος) τοὺς ῥαβδοφόρους Plut. приказав ликторам расчистить дорогу (через толпу);
3 проникать, проходить внутрь (ἀντικοὺ διέσχε δουρὸς ἀκωκή Hom.; ἡ διῶρυξ ἡ ἐκ τοῦ Νείλου διέχουσα ἐς τὸν κόλπον Her.; διὰ τῶν σπλάγχνων διέχουσιν αἱ φλέβες Arst.);
4 быть удаленным, отстоять (ἀλλήλων и ἀπ᾽ ἀλλήλων Thuc., Xen.): διέχοντες πολὺ ᾔεσαν Thuc. они шли на большом расстоянии друг от друга; διασχεῖν ὡς δύο στάδιά τινος Polyb. находиться стадиях в двух от чего-л.; οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς Soph. не прошло и трех дней;
5 простираться в ширину (ὁ Ἑλλήσποντος σταδίους ὡς πεντεκαίδεκα διέχει Xen.);
6 разниться, различаться (οὐδὲν ἄν διέχοι ποιεῖν ἤ μὴ ποιεῖν Arst.): τὸ ὅμοιον ἐν πολὺ διέχουσι θεωρεῖν Arst. видеть сходство в весьма различном;
7 широко раскрывать, распахивать (αἱ γυναῖκες τοὺς κόλπους διέσχον Plut.);
8 расходиться, расступаться: διασχεῖν τινι ἐν μέσῳ καταστῆναι Plut. расступившись, пропустить кого-л. в середину.

Greek (Liddell-Scott)

διέχω: μέλλ. διέξω. Ι. μεταβατ., τηρῶ μακράν, εἰς ἀπόστασιν, Λατ. distinere, ὁ ποταμός δ. τὰ ῥέεθρα Ἡρόδ. 9. 51· δ. τὴν φάλαγγα, διέρχομαι διὰ μέσου τῶν χασμάτων ἢ ῥηγμάτων τῶν σχηματισθέντων ἐν τῇ φάλαγγι, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1· δ. τοὺς μαχομένους Πλούτ. Καίσ. 20· δ. τὰς χεῖρας, ἐκτείνω τὰς χεῖρας, ἀνοίγω αὐτάς, ὅπως χωρίσω διαμαχομένους, Πολύβ. 4. 52, 1· τὰς χεῖρας ἐν μέσῳ δ. Πλούτ. Κίμ. 19, πρβλ. Ἀντων. 20. 2) τηρῶ μακράν, ἀποκρούω, ὁ αὐτ. Τιβ. Γράκχ. 18. 3) κρατῶ ἰσχυρῶς, κοντοὺς Παυσ. 10. 25, 2. ΙΙ. ἀμετάβ., διαπερῶ, διέρχομαι, ἀντικρὺ δὲ διέσχε [ὀϊστὸς] Ἰλ. Ε. 100, Λ. 253· οὕτω, δι’ ὤμου δ’ ὄβριμον ἔγχος ἔσχεν Ν. 520· διά τινος δ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 17, κτλ.· -ἐκτείνομαι, φθάνω, ἐς τὸν κόλπον Ἡρόδ. 4. 42., 7. 122· πρὸς τὰς φλέβας Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 6, 1. 2) ἵσταμαι χωριστά, εἶμαι κεχωρισμένος, ἀπέχω, εἶμαι μακράν, Θέογν. 970, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 20, κτλ.· δ. πολὺ ἀπ’ ἀλλήλων Θουκ. 2. 81· δ. ἀλλήλων Ξεν. Ἀν. 1. 10, 4· διέχοντες ᾖσαν, ἐβάδιζον εἰς ἀπόστασίν τινα ἀπ’ ἀλλήλων, Θουκ. 3. 22· ὁ Ἑλλήσποντος σταδίους ὡς πεντήκοντα διέχει, ἔχει εὖρος 50 περίπου σταδίων, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 21, πρβλ. Θουκ. 8. 95. 3) ἐπὶ χρόνου, παιδὸς δὲ βλάστας, - οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς, τρεῖς ἡμέραι δὲν παρενέπεσον καί…, Σοφ. Ο. Τ. 717. 4) ἐπὶ τῆς γῆς, ἀνοίγομαι, σεισμῷ Φιλόστρ. 669. 5) ὡς τὸ διαφέρω, ἔχω διαφορὰν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 5· οὐδὲν ἂν διέχοι φαγεῖν ἢ μὴ φαγεῖν ὁ αὐτ. Μεταφ. 10. 6, 11. β) ἐξέχω, τόλμῃ Ἀππ. Καρχ. 132.

English (Autenrieth)

only aor. 2 διέσχε, intrans.: reach through, penetrate through.

Greek Monolingual

διέχω (AM)
1. κρατώ σε απόσταση, διαχωρίζω
2. κρατώ μακριά, εμποδίζω, αποκρούω
3. (για τα μάτια) προσηλώνω
4. κρατώ στερεά
5. (αμτβ.) περνώ ανάμεσα, διέρχομαι
6. είμαι ξεχωριστός, απέχω
7. (για ποταμό) διευρύνομαι
8. (για χρόνο) παρέρχομαι
9. διαφέρω
10. εξέχω, υπερέχω
11. εκτείνομαι από το ένα άκρο ώς το άλλο
12. φρ. «διέχω τὰς χεῖρας» — απλώνω τα χέρια.

Greek Monotonic

διέχω: μέλ. δι-έξω, αόρ. βʹ διέσχον·
I. 1. μτβ., κρατώ σε απόσταση ή διαχωρίζω, Λατ. distinere, σε Ηρόδ., Πλούτ.
2. διατηρώ μακριά, αποκρούω, στον ίδ.
II. 1. αμτβ., διαπερνώ, διέρχομαι, λέγεται για βέλη και λόγχες, σε Ομήρ. Ιλ.· εκτείνομαι ή φθάνω, σε Ηρόδ.
2. στέκομαι χώρια, είμαι αποκομμένος ή σε απόσταση, απέχω, σε Θέογν., Θουκ.· διέχοντες ἤεσαν, βάδιζαν με κενά διαστήματα ανάμεσά τους, σε απόσταση ο ένας από τον άλλο, στον ίδ.· σταδίους ὡς πεντήκοντα διέχει, είναι περίπου στα 50 στάδια ευρύ, σε Ξεν.
3. λέγεται για χρόνο, μεσολαβώ, σε Σοφ.
4. διαφέρω, σε Αριστ.

Middle Liddell

fut. δι-έξω aor2 διέσχον
I. trans. to keep apart or separate, Lat. distinere, Hdt., Plut.
2. to keep off, Plut.
II. intr. to go through, hold its way, of arrows and lances, Il.:— to extend or reach, Hdt.
2. to stand apart, be separated or distant, Theogn., Thuc.; διέχοντες ἤεσαν they marched with spaces between man and man, Thuc.; σταδίους ὡς πεντήκοντα διέχει is about 50 stades wide, Xen.
3. of time, to intervene, Soph.
4. to differ, Arist.

Lexicon Thucydideum

distare, to be distant, 2.81.3, 2.86.3 (de concerning (duobus Rhiis the two capes of Rhium), [vulgo commonly διείχετον] 3.21.1, 3.22.2, 3.51.3, 8.79.2, [praeterea besides διέχει vulgo pro commonly instead of ἀπέχει,8.95.3.]