[Seite 715] (s. λέγω), vorher mit Einem sprechen; βούλομαι προδιαλεχθῆναι περὶ ἐμαυτοῦ, Isocr. 12, 6; Plut. Fab. 22.
s’entretenir auparavant, parler préalablement : περί τινος de qch.Étymologie: πρό, διαλέγομαι.