προδιαλέγομαι

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446

German (Pape)

[Seite 715] (s. λέγω), vorher mit Einem sprechen; βούλομαι προδιαλεχθῆναι περὶ ἐμαυτοῦ, Isocr. 12, 6; Plut. Fab. 22.

French (Bailly abrégé)

s'entretenir auparavant, parler préalablement : περί τινος de qch.
Étymologie: πρό, διαλέγομαι.

Greek Monotonic

προδιαλέγομαι: Μέσ., με Παθ. αόρ. αʹ, μιλώ ή συζητώ από πριν, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

προδιαλέγομαι: раньше беседовать Isocr., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-διαλέγομαι vooraf overleggen:. Κινέαν... ἐξέπεμψε προδιαλεξόμενον... ταῖς πόλεσιν hij stuurde Cineas om vooroverleg te voeren met de steden Plut. Pyrrh. 22.4; ὁ προδιειλεγμένος τῷ Βρεττιῷ... νεανίσκος de jongeman die tevoren tot een vergelijk gekomen was met Brettius Plut. Fab. 22.3.

Middle Liddell

Mid., with aor1 pass., to speak or converse beforehand, Isocr.