προδιαλέγομαι
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
German (Pape)
[Seite 715] (s. λέγω), vorher mit Einem sprechen; βούλομαι προδιαλεχθῆναι περὶ ἐμαυτοῦ, Isocr. 12, 6; Plut. Fab. 22.
French (Bailly abrégé)
s'entretenir auparavant, parler préalablement : περί τινος de qch.
Étymologie: πρό, διαλέγομαι.
Greek Monotonic
προδιαλέγομαι: Μέσ., με Παθ. αόρ. αʹ, μιλώ ή συζητώ από πριν, σε Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
προδιαλέγομαι: раньше беседовать Isocr., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-διαλέγομαι vooraf overleggen:. Κινέαν... ἐξέπεμψε προδιαλεξόμενον... ταῖς πόλεσιν hij stuurde Cineas om vooroverleg te voeren met de steden Plut. Pyrrh. 22.4; ὁ προδιειλεγμένος τῷ Βρεττιῷ... νεανίσκος de jongeman die tevoren tot een vergelijk gekomen was met Brettius Plut. Fab. 22.3.
Middle Liddell
Mid., with aor1 pass., to speak or converse beforehand, Isocr.