πλατάγημα

Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A crack, of the τηλέφιλον (q. v.), Theoc.3.29, AP5.295 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 626] τό, das Geklatschte, τηλέφιλον, Agath. 9 (V, 296). Vgl. πλαταγέω u. πλαταγώνιον.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτάγημα: τό, κρότημα, Θεόκρ. 3. 29, Ἀνθ. Π. 5. 296.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. πλαταγή.
Étymologie: πλαταγέω.