πλατάγημα
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
-ατος, τό, crack, of the τηλέφιλον (q.v.), Theoc.3.29, AP5.295 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 626] τό, das Geklatschte, τηλέφιλον, Agath. 9 (V, 296). Vgl. πλαταγέω u. πλαταγώνιον.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. πλαταγή.
Étymologie: πλαταγέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλατάγημα -ατος, τό [πλαταγέω] klap, geluid.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτάγημα: ατος (τᾰ) τό треск Theocr., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτάγημα: τό, κρότημα, Θεόκρ. 3. 29, Ἀνθ. Π. 5. 296.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πλαταγώ
η σύγκρουση πλατιών σωμάτων και ο κρότος που παράγεται από αυτήν, πλαταγή.
Greek Monotonic
πλᾰτάγημα: -ατος, τό (πλαταγέω), κρότος, πλατάγισμα, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
πλᾰτάγημα, ατος, τό, πλαταγέω
a clapping, Theocr.