φθεγκτός

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of being sounded, Plu.2.1017f.

German (Pape)

[Seite 1270] adj. verb. von φθέγγομαι, lautend, tönend, einen Ton, Klang habend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φθεγκτός: -ή, -όν, ῥηματ., ἐπίθ., ὁ ἠχῶν, φωνητικός, ἔχων φωνήν, Πλούτ. 2. 1017F· ― ὡσαύτως παρὰ τῷ Μαξίμ. Τυρ. 14. 2, φθεγκτικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui rend un son.
Étymologie: φθέγγομαι.