ὠχράω

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A turn pale or wan, ὠχρήσαντα χρόα Od.11.529; of the sun, Arat.851.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχράω: μέλλ. -ήσω, γίνομαι ὠχρός, χλωμιάζω, ὠχρ. χρόα, ἔχω χροιὰν ὠχράν, εἶμαι κιντρινωπός, Ὀδ. Λ. 529· πρβλ. ὠχριάω. 2) Παθ., ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὤχρηται Ἄρατ. 851.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
devenir jaune ou pâle.
Étymologie: ὠχρός.