τριψημερέω

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A waste the day, Ar.V.849.

Greek (Liddell-Scott)

τριψημερέω: (τρίβω) κατατρίβω μάτην τὸν καιρόν μου, «χασομερῶ», Λατ. tenere tempus, Ἀριστοφ. Σφ. 849· «τριψημερεῖν· στραγγεύεσθαι, καὶ παρέλκειν τὰς ὥρας» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre ses journées ou son temps.
Étymologie: τρίβω, ἡμέρα.