ὠμόφρων

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)

   A savage-minded, λύκος A.Ch.421 (lyr.); of persons, S.Aj.930 (lyr.), Tr.975 (anap.), Ph.194 (anap.), E.El. 27, LXX 4 Ma.9.15, etc.: metaph., ὠ. σίδαρος A.Th.730 (lyr.). Adv. ὠμοφρόνως Id.Pers.911 (anap.), cj. in J.Vit.35.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων ἄγριον φρόνημα, σκληρός, ὠμός, ὡς τὸ ὠμόθυμος· λύκος Αἰσχύλ. Χο. 421· ἐπὶ ἀνθρώπων, Σοφ. Αἴ. 931, Τρ. 975, Φιλ. 194, Εὐρ. Ἠλ. κτλ.· μεταφορ., ὠ. σίδαρος Αἰσχύλ. Θήβ. 730. Ἐπίρρ. ὠμοφρόνως, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 911.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
au cœur dur, cruel, inhumain.
Étymologie: ὠμός, φρήν.