συμφύρω

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

[ῡ], aor. 2 Pass. συνεφύρην [ῠ] J.BJ2.8.10: fut. Pass. συμφῠρήσομαι Sch.Pi.N.1.100: most freq. in pf. part. Pass.:—

   A knead together, σ. εἰς ἕν Pl.Phlb.15e: mostly Pass., σ. κόμμι αἵματι Dsc.2.24 (as v.l. for -αμένον) ; αἷμα συμπεφυρμένον πυρί E.Med.1199; πλούτῳ . . πάντα συμπεφ. Pherecr.108.1; ἡδοναὶ συμπεφ. λύπαις Pl.Phlb. 51a; ψυχὴ συμπεφ. μετὰ κακοῦ Id.Phd.66b; βιοτὴ . . πολλῇσι κηρσὶ συμπεφυρμένη Democr.285.    2 mess up, disfigure, πληγαῖς συνέφυρε πρόσωπον Theoc.22.111; αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλήν Plu. Fab.16: metaph., confuse, confound, Phld.Vit.p.27J.; τὴν πόλιν συμθεφ. ταῖς οἰκήσεσιν built without plan, Plu.Cam.32.

German (Pape)

[Seite 993] mit einander od. durch einander kneten, mischen; αἷμα συμπεφυρμένον πυρί, Eur. Med. 1199; εἰς ἕν, Plat. Phil. 15 e; ἕως ἂν ξυμπεφυρμένη ᾖ ἡμῶν ἡ ψυχἡ μετὰ τοῦ τοιούτου κακοῦ, Phaed. 66 c; συμπεφυρμένος ὁμοῦ λύπαις, Phil. 51 a; Sp.; beflecken, πλαγαῖς πᾶν συνέφυρε πρόσωπον, Theocr. 22, 110; ἀλλοφύλῳ συμφυρέντες, Ios. Uebh. gänzlich in Verwirrung bringen.

Greek (Liddell-Scott)

συμφύρω: [ῡ], παθητ. ἀόρ. β΄ συνεφύρην [ῠ], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 10· μέλλ. παθ. συμφῠρήσομαι Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 100· ἀλλὰ συνηθέστατον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. Φύρω, ζυμώνω ὁμοῦ, σ. κόμμι αἵματι Διοσκ. 2. 26 πλαγαῖς συνέφυρε προσώπων Θεόκρ. 22. 111· σ. εἰς ἓν Πλάτ. Φίληβ. 15Ε· ― ἀλλὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., σιτίον συμπεφυρμένον Πλούτ. 2. 94D· μεταφ., αἷμα συμπεφυρμένον πυρὶ Εὐρ. Μήδ. 1199· πλούτῳ δ’ ἐκεῖν’ ἦν πάντα συμπεφυρμένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1· ἡδοναὶ συμπ. λύπαις Πλάτ. Φίληβ. 51Α· ψυχὴ συμπεφ. μετὰ τοῦ κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66Β· ― ὡσαύτως, τὴν πόλιν συμπεφ. ταῖς οἰκήσεσιν Πλουτ. Κάμιλλ. 32· αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 16.

French (Bailly abrégé)

1 brouiller, mêler au hasard, confondre : τι μετά τινος brouiller ou mêler une ch. avec une autre;
2 mettre en désordre, bouleverser.
Étymologie: σύν, φύρω.