συνεκβάλλω

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A cast out along with, τῷ τέκνῳ τὰς μήτρας Hdt.3.108; τὸ πνεῦμα μετὰ τῶν φθόγγων Arist.Aud.804b9; of the effects of sneezing, Gal.2.883, Aët.6.97.    2 assist in casting out or expelling, X.HG3.2.13, 6.5.33; Περίανδρον τοῖς ἐπιθεμένοις Periander with the help of the other assailants, Arist.Pol.1304a32.    II intr. of a river, discharge itself together, Ael.NA14.23.

German (Pape)

[Seite 1012] (s. βάλλω), mit od. zugleich herauswerfen, vertreiben; Xen. Hell. 3, 2, 13. 6, 5, 33 u. Folgde; τινί τινα, Pol. 3, 49, 10.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκβάλλω: ἐκβάλλω ὁμοῦ μετά τινος, τίκτουσα γὰρ (ἡ λέαινα) συνεκβάλλει τῷ τέκνῳ τὰς μήτρας Ἡρόδ. 3. 108· Περίανδρον συνεκβαλὼν τοῖς ἐπιθεμένοις ὁ δῆμος, ἐκβαλὼν τὸν Περίανδρον ὁ δῆμος μετὰ τῶν ἄλλων τῶν ἐπιτεθέντων, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 9· δασεῖαί εἰσι τῶν φωνῶν ὅσαις ἔσωθεν τὸ πνεῦμα εὐθέως συνεκβάλλομεν μετὰ τῶν φθόγγων Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 70. 2) συνεργῶ εἰς ἐκβολὴν ἢ ἔξωσιν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 13., 6. 5, 33, Ἀριστ. Πολιτ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλλω, ἐκρέω, χύνομαι ὁμοῦ μετά τινος, Αἰλ. π. Ζ. 14, 23.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 chasser ou repousser ensemble : τινά τινι une personne avec une autre;
2 aider à repousser, à chasser;
II. intr. se jeter ensemble dans en parl. de fleuves.
Étymologie: σύν, ἐκβάλλω.