A bind together, δεσμῷ πόδα Luc.Trag.216.
συνοχμάζω: ὀχμάζω, συνέχω, συνδέω, διόπερ κραταιῶς συνοχμάσας δεσμῷ πόδα Λουκ. Τραγῳδ. 215.
retenir par un lien, lier.Étymologie: σύν, ὀχμάζω.