ὑπερεχθαίρω

Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A hate exceedingly, Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑ. S.Ant.128 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1195] übermäßig, sehr hassen, τινά, Soph. Ant. 129.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερεχθαίρω: ἐχθαίρω, μισῶ ὑπερβαλλόντως, Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπ. Σοφ. Ἀντ. 128.

French (Bailly abrégé)

haïr avec passion.
Étymologie: ὑπέρ, ἐχθαίρω.